impotencia - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

impotencia (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Impotencia είναι ουσιαστικό θηλυκού γένους.

Φωνητική μεταγραφή

/impote̞nθja/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της λέξης

Η λέξη impotencia χρησιμοποιείται κυρίως για να περιγράψει την αδυναμία να έχει κανείς τη δυνατότητα να εκτελέσει μια ενέργεια ή μια δραστηριότητα. Στο ιατρικό πεδίο, αναφέρεται ειδικά στην ανικανότητα του άντρα να επιτύχει ή να διατηρήσει μια ικανοποιητική στύση, δηλαδή τη στυτική δυσλειτουργία.

Η χρήση της λέξης είναι συχνή τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, ιδιαίτερα σε ιατρικά και νομικά συμφραζόμενα.

Παραδείγματα προτάσεων

  1. La impotencia es un problema que afecta a muchos hombres.
  2. Η ανικανότητα είναι ένα πρόβλημα που επηρεάζει πολλούς άντρες.

  3. El médico le explicó las posibles causas de su impotencia.

  4. Ο γιατρός του εξήγησε τις πιθανές αιτίες της ανικανότητάς του.

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η λέξη impotencia χρησιμοποιείται επίσης σε αρκετές ιδιωματικές φράσεις και εκφράσεις:

  1. Sentir impotencia ante la situación.
  2. Νιώθω ανικανότητα απέναντι στην κατάσταση.
  3. Χρησιμοποιείται για να εκφράσει το αίσθημα ότι δεν μπορείς να επηρεάσεις ή να αλλάξεις κάτι.

  4. La impotencia me consumed.

  5. Η ανικανότητα με καταναλώνει.
  6. Περιγράψει την συναισθηματική φόρτιση που προκαλεί η αδυναμία να χειριστούμε μια κατάσταση.

  7. Impotencia pública.

  8. Δημόσια ανικανότητα.
  9. Αναφέρεται σε συνθήκες όπου οι κυβερνητικές ή οι ίδιες κοινωνικές δομές δεν μπορούν να παρέχουν λύσεις στα προβλήματα.

Ετυμολογία

Η λέξη προέρχεται από το λατινικό impotentia, που σημαίνει "ανικανότητα" και προέρχεται από το im- (όχι) και το potens (ικανός).

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - incapacidad (ανικανότητα) - ineptitud (ανεπάρκεια)

Αντώνυμα: - capacidad (ικανότητα) - competencia (υπάρχουσα ικανότητα)



23-07-2024