Impotencia είναι ουσιαστικό θηλυκού γένους.
/impote̞nθja/
Η λέξη impotencia χρησιμοποιείται κυρίως για να περιγράψει την αδυναμία να έχει κανείς τη δυνατότητα να εκτελέσει μια ενέργεια ή μια δραστηριότητα. Στο ιατρικό πεδίο, αναφέρεται ειδικά στην ανικανότητα του άντρα να επιτύχει ή να διατηρήσει μια ικανοποιητική στύση, δηλαδή τη στυτική δυσλειτουργία.
Η χρήση της λέξης είναι συχνή τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, ιδιαίτερα σε ιατρικά και νομικά συμφραζόμενα.
Η ανικανότητα είναι ένα πρόβλημα που επηρεάζει πολλούς άντρες.
El médico le explicó las posibles causas de su impotencia.
Η λέξη impotencia χρησιμοποιείται επίσης σε αρκετές ιδιωματικές φράσεις και εκφράσεις:
Χρησιμοποιείται για να εκφράσει το αίσθημα ότι δεν μπορείς να επηρεάσεις ή να αλλάξεις κάτι.
La impotencia me consumed.
Περιγράψει την συναισθηματική φόρτιση που προκαλεί η αδυναμία να χειριστούμε μια κατάσταση.
Impotencia pública.
Η λέξη προέρχεται από το λατινικό impotentia, που σημαίνει "ανικανότητα" και προέρχεται από το im- (όχι) και το potens (ικανός).
Συνώνυμα: - incapacidad (ανικανότητα) - ineptitud (ανεπάρκεια)
Αντώνυμα: - capacidad (ικανότητα) - competencia (υπάρχουσα ικανότητα)