impotente είναι επίθετο.
/impote̞nte/
Η λέξη impotente αναφέρεται στην κατάσταση κάποιου που είναι ανίκανος να κάνει κάτι ή που παρουσιάζει αδυναμία. Στον τομέα της ιατρικής, μπορεί να αναφέρεται σε σωματική ανικανότητα, όπως η ανικανότητα επίτευξης στύσης. Στον νομικό τομέα, μπορεί να υποδηλώνει την αδυναμία ενός προσώπου να ασκήσει τα δικαιώματά του.
Συχνότητα Χρήσης: Χρησιμοποιείται τόσο στον προφορικό λόγο όσο και στο γραπτό πλαίσιο, με ελαφριά μεγαλύτερη συχνότητα στον γραπτό λόγω του ιατρικού και νομικού του περιεχομένου.
Εκείνος αισθάνεται ανίσχυρος μπροστά στην κατάσταση.
Muchos hombres pueden sufrir de impotente a lo largo de su vida.
Πολλοί άντρες μπορεί να υποφέρουν από ανικανότητα κατά τη διάρκεια της ζωής τους.
La impotencia en el sistema puede llevar a la desconfianza.
Η λέξη impotente χρησιμοποιείται και σε κάποιες ιδιωματικές εκφράσεις, αν και δεν είναι πολύ κοινές. Ωστόσο, μπορεί να ενσωματωθεί σε φράσεις για να εκφράσει την αδυναμία ή την έλλειψη ελέγχου.
Να αισθάνεσαι ανίσχυρος μπροστά σε μια δύσκολη απόφαση.
Una persona impotente para cambiar su destino.
Ένα άτομο ανίκανο να αλλάξει τη μοίρα του.
No permitir que el fracaso te haga sentir impotente.
Η λέξη impotente προέρχεται από το λατινικό "impotentem", το οποίο συντίθεται από το "in-" (όχι) και "potentem" (ισχυρός). Ουσιαστικά, η λέξη σημαίνει "χωρίς δύναμη" ή "μη ικανός".
Συνώνυμα: - αδύναμος - κατακερματισμένος - ανίσχυρος
Αντώνυμα: - δυνατός - ικανός - ισχυρός