Το "impregnar" είναι ρήμα.
[im.pɾeɣˈnaɾ]
Η λέξη "impregnar" σημαίνει να γεμίσω ή να διαποτίσω κάτι με μια ουσία ή μια ιδέα. Χρησιμοποιείται συχνά στην καθημερινή γλώσσα, στην ιατρική για να αναφερθεί σε διαδικασίες όπως η εφαρμογή φαρμάκων ή λύσεων, καθώς και στον στρατό για την αναφορά σε λειτουργίες που περιλαμβάνουν την εφαρμογή ενός μίγματος ή πρόσμειξης.
Η λέξη χρησιμοποιείται σε διαφορετικά συμφραζόμενα και μπορεί να συναντηθεί συχνά τόσο στην προφορική όσο και στη γραπτή γλώσσα, αλλά ιδιαίτερα σε τεχνικά και επιστημονικά κείμενα.
El agricultor quiere impregnar las semillas con fertilizante.
Ο αγρότης θέλει να διαποτίσει τους σπόρους με λίπασμα.
El químico logró impregnar el material con un nuevo compuesto.
Ο χημικός κατάφερε να εισχωρήσει το υλικό με μια νέα ένωση.
El médico recomendó impregnar la herida con un antiséptico.
Ο γιατρός συνέστησε να εμποτιστεί η πληγή με ένα αντισηπτικό.
Η λέξη "impregnar" δεν χρησιμοποιείται συχνά σε σχηματισμένα ιδιώματα στην ισπανική γλώσσα. Ωστόσο, η έννοιά της μπορεί να συνδεθεί με διάφορους τύπους εκφράσεων. Ακολουθούν παραδείγματα:
Χρησιμοποιείται για να εκφράσει την έννοια του να επηρεάσω ή να επιβάλω σκέψεις σε κάποιον.
Impregnar de sabiduría a los jóvenes.
Να διαποτίσουμε τους νέους με σοφία.
Είναι μια έκφραση που αναφέρεται στην εκπαίδευση και την καλλιέργεια της γνώσης.
Impregnarse del ambiente.
Να γεμίσω από την ατμόσφαιρα.
Η λέξη "impregnar" προέρχεται από τα λατινικά "impregnare", όπου το "in-" σημαίνει "μέσα" και "pregnare" σχετίζεται με την ιδέα του να γεμίζω ή να κάνω ολόκληρο.
empapar
Αντώνυμα:
Αυτή η ανάλυση παρέχει μια λεπτομερή εικόνα της λέξης "impregnar" και των σχετικών της χρήσεων στην ισπανική γλώσσα.