Υπόκειται στο ουσιαστικό (feminine noun).
/fimˈpɾenta/
Η λέξη "imprenta" αναφέρεται στο τυπογραφείο, δηλαδή τον χώρο ή τη διαδικασία όπου γίνονται εκτυπώσεις και εκδίδονται έγγραφα, βιβλία, εφημερίδες κ.λπ. Χρησιμοποιείται κυρίως στον γραπτό λόγο, αν και τη συναντάμε και σε προφορικές περιστάσεις που αφορούν το εκδοτικό περιβάλλον. Η συχνότητα χρήσης της είναι αρκετά υψηλή, ειδικά στον τομέα των ΜΜΕ και του εκδοτικού τομέα.
La imprenta de la ciudad produce miles de libros cada mes.
(Το τυπογραφείο της πόλης παράγει χιλιάδες βιβλία κάθε μήνα.)
Ella trabaja en una imprenta que se especializa en revistas.
(Αυτή εργάζεται σε ένα τυπογραφείο που ειδικεύεται σε περιοδικά.)
Η λέξη "imprenta" μπορεί να μην είναι ιδιαίτερα συχνή σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να παρατηρηθεί σε κάποιες συγκεκριμένες φράσεις που σχετίζονται με εκτυπώσεις ή το εκδοτικό περιβάλλον:
El arte de la imprenta ha revolucionado la difusión del conocimiento.
(Η τέχνη της τυπογραφίας έχει επαναστατήσει τη διάδοση της γνώσης.)
La imprenta es fundamental para la comunicación en masa.
(Η τυπογραφία είναι θεμελιώδης για τη μαζική επικοινωνία.)
Gracias a la imprenta, los libros se volvieron accesibles para todos.
(Χάρη στην τυπογραφία, τα βιβλία έγιναν προσιτά σε όλους.)
Η λέξη "imprenta" προέρχεται από το ρήμα "imprimir", που σημαίνει "να τυπώνω". Έχει λατινικές ρίζες, με την προέλευση της λέξης σχετιζόμενη με το "imprimere", που σημαίνει επίσης "τυπώνω".
Συνώνυμα: - Tinta (μελάνι) - Edición (έκδοση)
Αντώνυμα: - Digital (ψηφιακό) - Virtual (εικονικό)
Η χρήση της λέξης "imprenta" συνδέεται στενά με την προϊστορική ανάπτυξη της εκτύπωσης και την επιρροή της στην εκπαίδευση και την ενημέρωση μέσα από τα γραπτά.