impresentable: επίθετο.
IPA: /im.pɾesenˈta.βle/
Η λέξη "impresentable" χρησιμοποιείται στην ισπανική γλώσσα για να περιγράψει κάτι ή κάποιον που δεν μπορεί να παρουσιαστεί ή δεν είναι αποδεκτός, συνήθως λόγω της κακής εμφάνισης ή συμπεριφοράς. Έχει αρνητική χροιά και χρησιμοποιείται τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, αν και είναι πιο συχνά σε καθημερινές συνομιλίες όταν περιγράφει ανθρώπους ή καταστάσεις που είναι ανεπαρκείς ή ακατάλληλοι.
Αυτά τα ρούχα είναι απαράδεκτα για έναν γάμο.
Su comportamiento en la reunión fue realmente impresentable.
Η συμπεριφορά του στη συνάντηση ήταν πραγματικά απαράδεκτη.
No puedo presentar a alguien que es impresentable.
Η λέξη "impresentable" χρησιμοποιείται σε αρκετές ιδιωματικές εκφράσεις στη ισπανική γλώσσα:
Ejemplo: No puedo confiar en él, es un impresentable.
Estar en una situación impresentable
Ejemplo: La manera en que se comportaron fue desastrosa y estaban en una situación impresentable.
Hacer algo impresentable
Η λέξη "impresentable" προέρχεται από την σύνθεση του πρόθετου "im-" (όχι) και του ρήματος "presentar" (παρουσιάζω), με το επίθημα "-able" που δηλώνει την ικανότητα ή την καθαρότητα.
Συνώνυμα: - inapropiado (ακατάλληλος) - inaceptable (μη αποδεκτός)
Αντώνυμα: - presentable (παρουσιάσιμος) - aceptable (αποδεκτός)