impresentable - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

impresentable (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

impresentable: επίθετο.

Φωνητική μεταγραφή

IPA: /im.pɾesenˈta.βle/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία και Χρήση

Η λέξη "impresentable" χρησιμοποιείται στην ισπανική γλώσσα για να περιγράψει κάτι ή κάποιον που δεν μπορεί να παρουσιαστεί ή δεν είναι αποδεκτός, συνήθως λόγω της κακής εμφάνισης ή συμπεριφοράς. Έχει αρνητική χροιά και χρησιμοποιείται τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, αν και είναι πιο συχνά σε καθημερινές συνομιλίες όταν περιγράφει ανθρώπους ή καταστάσεις που είναι ανεπαρκείς ή ακατάλληλοι.

Παραδείγματα προτάσεων

  1. Esa ropa es impresentable para una boda.
  2. Αυτά τα ρούχα είναι απαράδεκτα για έναν γάμο.

  3. Su comportamiento en la reunión fue realmente impresentable.

  4. Η συμπεριφορά του στη συνάντηση ήταν πραγματικά απαράδεκτη.

  5. No puedo presentar a alguien que es impresentable.

  6. Δεν μπορώ να παρουσιάσω κάποιον που είναι απαράδεκτος.

Ιδιωματικές Εκφράσεις

Η λέξη "impresentable" χρησιμοποιείται σε αρκετές ιδιωματικές εκφράσεις στη ισπανική γλώσσα:

  1. Ser un impresentable
  2. Χρησιμοποιείται για να αναφερθεί σε κάποιον που έχει απαράδεκτες ή ακατάλληλες συμπεριφορές.
  3. Ejemplo: No puedo confiar en él, es un impresentable.

    • Δεν μπορώ να τον εμπιστευτώ, είναι απαράδεκτος.
  4. Estar en una situación impresentable

  5. Περιγράφει μια κατάσταση που είναι εντελώς ακατάλληλη ή ντροπιαστική.
  6. Ejemplo: La manera en que se comportaron fue desastrosa y estaban en una situación impresentable.

    • Ο τρόπος που συμπεριφέρθηκαν ήταν καταστροφικός και βρίσκονταν σε μια απαράδεκτη κατάσταση.
  7. Hacer algo impresentable

  8. Αναφέρεται στο να κάνει κάποιος κάτι που δεν είναι αποδεκτό ή κατάλληλο.
  9. Ejemplo: No hagas algo impresentable en la fiesta.
    • Μην κάνεις κάτι απαράδεκτο στο πάρτι.

Ετυμολογία

Η λέξη "impresentable" προέρχεται από την σύνθεση του πρόθετου "im-" (όχι) και του ρήματος "presentar" (παρουσιάζω), με το επίθημα "-able" που δηλώνει την ικανότητα ή την καθαρότητα.

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - inapropiado (ακατάλληλος) - inaceptable (μη αποδεκτός)

Αντώνυμα: - presentable (παρουσιάσιμος) - aceptable (αποδεκτός)



23-07-2024