Επίθετο.
/im.pɾe.sjoˈnan.te/
Η λέξη "impresionante" χρησιμοποιείται στην ισπανική γλώσσα για να περιγράψει κάτι που προκαλεί έντονα συναισθήματα, όπως θαυμασμό ή δέος. Συχνά χρησιμοποιείται για να χαρακτηρίσει οτιδήποτε είναι εκθαμβωτικό ή εξαιρετικό. Η χρήση της είναι συχνή τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, αν και μπορεί να παρατηρηθεί ελαφρώς περισσότερη παρουσία σε γραπτές περιγραφές.
La presentación fue impresionante y todos la aplaudieron.
(Η παρουσίαση ήταν εντυπωσιακή και όλοι την καταχειροκρότησαν.)
El paisaje era tan impresionante que me dejé sin palabras.
(Το τοπίο ήταν τόσο εντυπωσιακό που με άφησε χωρίς λόγια.)
Ese artista tiene un talento impresionante.
(Αυτός ο καλλιτέχνης έχει εντυπωσιακό ταλέντο.)
Η λέξη "impresionante" μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις που τονίζουν την έκπληξη ή τον θαυμασμό. Ακολουθούν μερικές από αυτές:
Es una historia impresionante.
(Είναι μια εντυπωσιακή ιστορία.)
El espectáculo fue impresionante desde el principio hasta el final.
(Η παράσταση ήταν εντυπωσιακή από την αρχή μέχρι το τέλος.)
Su dedicación es impresionante.
(Η αφοσίωσή του είναι εντυπωσιακή.)
Las acrobacias eran impresionantes y desafiaban la gravedad.
(Οι ακροβατικές επιδείξεις ήταν εντυπωσιακές και αμφισβητούσαν τη βαρύτητα.)
La arquitectura de la catedral es impresionante.
(Η αρχιτεκτονική του καθεδρικού είναι εντυπωσιακή.)
Η λέξη "impresionante" προέρχεται από το ρήμα "impresionar", το οποίο σημαίνει "να εντυπωσιάζει". Η ρίζα της λέξης συνδέεται με την αντίληψη και τη φυσική αντίκριση, υποδηλώνοντας αυτή τη στιγμή της εντύπωσης που προκαλείται από κάτι.