Η λέξη "imprevisible" είναι επίθετο.
Η φωνητική της μεταγραφή είναι /im.pɾe.βiˈθ.le/ σύμφωνα με το διεθνές φωνητικό αλφάβητο (IPA).
Η λέξη "imprevisible" χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι που δεν μπορεί να προβλεφθεί ή να προβλεφθεί εύκολα. Στη γενική της χρήση, έχει μια αρκετά ευρεία εφαρμογή, χρησιμοποιούμενη στον προφορικό και στο γραπτό λόγο. Στον νομικό τομέα, μπορεί να αναφέρεται σε περιπτώσεις ή γεγονότα που είναι δύσκολο να προκαθοριστούν ή να προγραμματιστούν.
Ο καιρός σε αυτήν την περιοχή είναι απρόβλεπτος.
Es difícil tomar decisiones cuando todo parece imprevisible.
Η λέξη "imprevisible" δεν είναι ιδιαίτερα κοινή σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να συνδυαστεί με άλλες λέξεις ή φράσεις που υπογραμμίζουν την αβεβαιότητα ή την απόλυτη απροσδόκητη φύση κάποιου γεγονότος.
Η ζωή είναι απρόβλεπτη, ποτέ δεν ξέρουμε τι θα συμβεί.
Los resultados de la investigación son imprevisibles.
Τα αποτελέσματα της έρευνας είναι απρόβλεπτα.
Su reacción fue imprevisible para todos.
Η λέξη "imprevisible" προέρχεται από το λατινικό "imprevisibilis", που σχηματίζεται από το πρόθεμα "im-" (όχι) και το "previsibilis" (αυτό που μπορεί να προβλεφθεί).
Συνώνυμα: - inesperado (αναπάντεχος) - incierto (αβέβαιο)
Αντώνυμα: - predecible (προβλέψιμος) - seguro (σίγουρος)