Ρήμα
/imprintɪɾ/
Η λέξη "imprimir" σημαίνει να εκτυπώνεις ή να τυπώνεις κάτι. Χρησιμοποιείται κυρίως για την πράξη της εκτύπωσης κειμένων, εικόνων ή άλλων δεδομένων σε χαρτί ή σε άλλο υλικό. Είναι συχνά χρησιμοποιούμενη στη σύγχρονη γλώσσα, με την προτίμηση της σε γραπτό πλαίσιο, ιδιαίτερα σε κείμενα που σχετίζονται με την τεχνολογία και την πληροφορική. Η χρήση της σε προφορικό λόγο μπορεί να είναι λιγότερο συχνή, αλλά εξακολουθεί να χρησιμοποιείται για να αναφερθεί στην εκτύπωση εγγράφων.
Χρειάζομαι να εκτυπώσω αυτό το έγγραφο για τη συνάντηση.
¿Puedes ayudarme a imprimir las fotos?
Μπορείς να με βοηθήσεις να εκτυπώσω τις φωτογραφίες;
Antes de enviar el informe, tengo que imprimirlo.
Η λέξη "imprimir" δεν είναι συχνά μέρος ιδιωματικών εκφράσεων, ωστόσο μπορεί να συνδυαστεί με άλλες λέξεις για να σχηματίσει σχετικές φράσεις.
Εκτύπωση σε χρώμα.
Imprimir en papel reciclado.
Εκτύπωση σε ανακυκλωμένο χαρτί.
Imprimir múltiples copias.
Εκτύπωση πολλών αντιτύπων.
Imprimir un archivo PDF.
Η λέξη "imprimir" προέρχεται από το λατινικό "imprimere", το οποίο σημαίνει να πιέζεις ή να τυπώνεις. Ο όρος έχει εξελιχθεί στην ισπανική γλώσσα για να σημαίνει την πράξη της εκτύπωσης σε σύγχρονες μορφές.