improbo: ρήμα
/ĩmˈpɾoβo/
Η λέξη "improbo" χρησιμοποιείται στη νομική γλώσσα για να αναφέρεται σε πράξεις ή διαδικασίες που αποσκοπούν στη βελτίωση ή την αναβάθμιση κάποιου τομέα ή κατάστασης. Στη νομική ορολογία, μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την περιγραφή της διαδικασίας ενίσχυσης της δικαιοσύνης ή της κανονιστικής ασφάλειας. Η χρήση της είναι συχνή στο γραπτό πλαίσιο, κυρίως σε νομικά κείμενα και έγγραφα, αν και μπορεί επίσης να χρησιμοποιηθεί στον προφορικό λόγο.
La estrategia del abogado fue mejorar el caso usando argumentos improbos.
(Η στρατηγική του δικηγόρου ήταν να βελτιώσει την υπόθεση χρησιμοποιώντας βελτιωμένα επιχειρήματα.)
El juez decidió que era necesario improbar la sentencia anterior por falta de evidencia.
(Ο δικαστής αποφάσισε ότι ήταν αναγκαίο να βελτιωθεί η προηγούμενη απόφαση λόγω έλλειψης αποδείξεων.)
Η λέξη "improbo" δεν χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις, ωστόσο οι παρακάτω φράσεις δίνουν μια ιδέα για την εφαρμογή της σε διάφορες φράσεις στη νομική γλώσσα.
Es fundamental que se implemente un sistema improbo en la administración de justicia.
(Είναι θεμελιώδες να εφαρμοστεί ένα βελτιωμένο σύστημα στη διοίκηση της δικαιοσύνης.)
El informe de auditoría recomendó adoptar medidas improbas para mejorar la transparencia.
(Η έκθεση ελέγχου συνέστησε την υιοθέτηση βελτιωτικών μέτρων για να βελτιωθεί η διαφάνεια.)
La organización trabaja para promover prácticas improbas en el sector público.
(Η οργάνωση εργάζεται για την προώθηση βελτιωμένων πρακτικών στον δημόσιο τομέα.)
Η λέξη "improbo" προέρχεται από το λατινικό "improbatus", που σημαίνει "μη κατάλληλος" ή "μη αποδεκτός", και έχει εξελιχθεί για να σημαίνει "να γίνεται καλύτερος" ή "βελτιώνομαι".
Συνώνυμα: - optimizar - mejorar
Αντώνυμα: - empeorar - deteriorar