Η λέξη "improcedente" είναι επίθετο.
Η φωνητική της μεταγραφή με χρήση διεθνούς φωνητικού αλφαβήτου (IPA) είναι: /im.pɾoθeˈðen.te/
Η λέξη "improcedente" χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι που είναι άσχετο, ακατάλληλο ή ανάρμοστο, κυρίως σε νομικά ή επίσημα πλαίσια. Στη γλώσσα Ισπανικά, αναφέρεται συχνά σε ενέργειες, αιτήματα ή αποδείξεις που δεν είναι κατάλληλες ή που δεν τηρούν τους απαραίτητους κανόνες ή προϋποθέσεις. Χρησιμοποιείται συχνά σε νομικά κείμενα και συζητήσεις, καθώς και σε κάθε είδους επίσημη επικοινωνία.
El testimonio fue considerado improcedente por el juez.
(Η μαρτυρία θεωρήθηκε ακατάλληλη από τον δικαστή.)
La demanda fue rechazada porque era improcedente.
(Η αγωγή απορρίφθηκε επειδή ήταν ανάρμοστη.)
Presentar documentos improcedentes puede retrasar el proceso.
(Η υποβολή ακατάλληλων εγγράφων μπορεί να καθυστερήσει τη διαδικασία.)
Η λέξη "improcedente" χρησιμοποιείται λιγότερο σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να συμπεριληφθεί σε κάποια συμφραζόμενα:
Argumentos improcedentes no son bienvenidos en el debate.
(Ακατάλληλα επιχειρήματα δεν είναι ευπρόσδεκτα στη συζήτηση.)
Es improcedente hacer afirmaciones sin pruebas.
(Είναι ανάρμοστο να κάνουμε δηλώσεις χωρίς αποδείξεις.)
Un comportamiento improcedente puede llevar a sanciones.
(Ένα ανάρμοστο συμπεριφορικό μπορεί να οδηγήσει σε ποινές.)
Sería improcedente interrumpir durante la presentación.
(Θα ήταν ακατάλληλο να διακόψουμε κατά τη διάρκεια της παρουσίασης.)
Η λέξη "improcedente" προέρχεται από το λατινικό "improcedens", που σημαίνει "μη προφέροντας" ή "μη κατάλληλο". Η πρόθεση "im-" σημαίνει "μη" και "procedente" αναφέρεται σε κάτι που προέρχεται ή είναι κατάλληλο.
Συνώνυμα: - inapropiado (ακατάλληλος) - inadecuado (ανίκανος) - incorrecto (λανθασμένος)
Αντώνυμα: - procedente (κατάλληλος) - adecuado (κατάλληλος) - correcto (σωστός)