Το "impropio" είναι επίθετο.
Η φωνητική μεταγραφή του "impropio" στο διεθνές φωνητικό αλφάβητο (IPA) είναι /imˈpɾopio/.
Η λέξη "impropio" σημαίνει κάτι που είναι ανάρμοστο ή ακατάλληλο. Χρησιμοποιείται σε διαφορετικά συμφραζόμενα για να χαρακτηρίσει ενέργειες, συμπεριφορές ή αντικείμενα που δεν ταιριάζουν ή είναι αναγνωρισμένα ως ακατάλληλα. Η συχνότητα χρήσης της είναι μέτρια, κυρίως σε επίσημα ή νομικά κείμενα, αν και μπορεί να χρησιμοποιηθεί και στην καθημερινή ομιλία για να περιγράψει αρνητικές καταστάσεις.
La conducta del niño fue impropia en la escuela.
(Η συμπεριφορά του παιδιού ήταν ανάρμοστη στο σχολείο.)
Es impropio hablar así de los demás.
(Είναι ακατάλληλο να μιλάς έτσι για τους άλλους.)
La ropa que llevaba era impropia para la ocasión.
(Τα ρούχα που φορούσε ήταν ακατάλληλα για την περίσταση.)
Η λέξη "impropio" δεν χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να εμφανιστεί σε κάποιες φράσεις που σχετίζονται με την ανάρμοστη συμπεριφορά ή την καταλληλότητα. Ακολουθούν ορισμένες φράσεις με την έννοια:
Comportamiento impropio no es aceptable.
(Η ανάρμοστη συμπεριφορά δεν είναι αποδεκτή.)
Se considera impropio opinar sin conocer los hechos.
(Θεωρείται ακατάλληλο να εκφράζεις γνώμη χωρίς να γνωρίζεις τα γεγονότα.)
Las palabras impropias no deberían usarse en público.
(Οι ανάρμοστες λέξεις δεν θα έπρεπε να χρησιμοποιούνται δημόσια.)
Η λέξη "impropio" προέρχεται από το λατινικό "improprius", που σημαίνει «μη ιδιοκτησιακός» ή «ακατάλληλος», συνδυάζοντας το επίθημα "in-" (όχι) με "proprius" (ιδιόκτητος, κατάλληλος).
Συνώνυμα: - inapropiado - deshonesto - inadecuado
Αντώνυμα: - apropiado - adecuado - correcto