Η λέξη "impudor" είναι ουσιαστικό.
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "impudor" σύμφωνα με το διεθνές φωνητικό αλφάβητο είναι [impuˈðoɾ].
Η λέξη "impudor" αναφέρεται στην έλλειψη ντροπής ή σεθνης και χρησιμοποιείται για να περιγράψει συμπεριφορές ή πράξεις που είναι θρασείς ή ασελγείς. Στη γλώσσα των Ισπανών, χρησιμοποιείται κυρίως σε γραπτό λόγο, αλλά μπορεί επίσης να ακούγεται και στον προφορικό λόγο σε πιο έντονες καταστάσεις. Η συχνότητα χρήσης της είναι μέτρια.
El impudor de su conducta sorprendió a todos.
(Η θρασύτητα της συμπεριφοράς του εξέπληξε όλους.)
No puedo creer que hable así, no tiene impudor.
(Δεν μπορώ να πιστέψω ότι μιλάει έτσι, δεν έχει ντροπή.)
Ο όρος "impudor" χρησιμοποιείται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις:
Actuar con impudor
(Να συμπεριφέρεσαι με θρασύτητα.)
El político actuó con impudor al ignorar las críticas.
(Ο πολιτικός συμπεριφέρθηκε με θρασύτητα αγνοώντας τις κριτικές.)
Tener impudor para hacer algo
(Να έχεις θράσος να κάνεις κάτι.)
Ella tuvo impudor para pedir un aumento de sueldo.
(Αυτή είχε θράσος να ζητήσει αύξηση μισθού.)
Sin impudor
(Χωρίς ντροπή.)
Habló sin impudor sobre sus fracasos.
(Μίλησε χωρίς ντροπή για τις αποτυχίες του.)
Η λέξη "impudor" προέρχεται από τον λατινικό όρο "impudor", που σημαίνει "έλλειψη ντροπής". Η πηγή του παραμένει σε χρήση σε πολλές γλώσσες.