"Impuesto" είναι ουσιαστικό θηλυκού γένους.
/phimˈpwesto/
Η λέξη "impuesto" αναφέρεται σε έναν υποχρεωτικό οικονομικό καταναγκασμό που επιβάλλεται από την κυβέρνηση για τη συγκέντρωση χρημάτων από τους πολίτες και τις επιχειρήσεις. Η χρήση της λέξης συναντάται συχνά σε νομικά και οικονομικά κείμενα, καθώς και σε προφορικούς διαλόγους.
Δραστηριότητες που σχετίζονται με τη δημοσιονομική πολιτική, όπως φορολογικές δηλώσεις και συνεδριάσεις, αναλύουν συχνά τους διάφορους τύπους φόρων (έμμεσους και άμεσους). Η λέξη χρησιμοποιείται σε γραπτό και προφορικό λόγο, αλλά είναι πιο συχνή σε επίσημα ή τυπικά κείμενα.
Ο φόρος εισοδήματος πληρώνεται ετησίως.
El gobierno ha aumentado el impuesto al valor añadido.
Η κυβέρνηση αύξησε τον φόρο προστιθέμενης αξίας.
Necesitamos revisar el impuesto a las propiedades antes de tomar una decisión.
Η λέξη "impuesto" δεν συνδέεται άμεσα με πολλές ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά η χρήση της ενσωματώνεται σε κάποιες φράσεις που σχετίζονται με την οικονομία και τη φορολογία:
Η πληρωμή φόρων είναι πολιτική ευθύνη.
Evitar impuestos puede llevar a serias consecuencias legales.
Η αποφυγή φόρων μπορεί να οδηγήσει σε σοβαρές νομικές συνέπειες.
La evasión de impuestos es un delito grave.
Η φοροδιαφυγή είναι σοβαρό έγκλημα.
Los políticos deben justificar el uso de los impuestos recaudados.
Οι πολιτικοί πρέπει να δικαιολογούν τη χρήση των συγκεντρωμένων φόρων.
Un impuesto bien estructurado puede fomentar el desarrollo económico.
Η λέξη "impuesto" προέρχεται από το ρήμα "imponer", το οποίο σημαίνει "επιβάλλω". Το "imponer" έχει τις ρίζες του στα λατινικά "imponere", που σημαίνει "τοποθετώ πάνω".
Συνώνυμα: - tributo (φόρος) - contribución (συνεισφορά)
Αντώνυμα: - exención (έκπτωση) - liberación (απελευθέρωση)