Ρήμα
[impuɣˈnaɾ]
Η λέξη "impugnar" χρησιμοποιείται στη νομική γλώσσα και αναφέρεται στην πράξη της αμφισβήτησης ή της προσβολής μιας απόφασης ή ενός εγγράφου, ιδιαίτερα στο πλαίσιο της δικαιοσύνης. Είναι συχνά χρησιμοποιούμενη σε νομικά κείμενα, αλλά μπορεί να εμφανίζεται και σε προφορικούς διαλόγους, κυρίως σε νομικά ζητήματα. Η χρήση της είναι συχνή στις νομικές συζητήσεις και διαδικασίες.
El abogado decidió impugnar la decisión del juez.
(Ο δικηγόρος αποφάσισε να προσβάλει την απόφαση του δικαστή.)
Es posible impugnar un testamento si hay pruebas de falsificación.
(Είναι δυνατόν να αμφισβητηθεί μια διαθήκη αν υπάρχουν αποδείξεις πλαστογράφησης.)
Los demandantes tienen el derecho de impugnar el fallo.
(Οι ενάγοντες έχουν το δικαίωμα να προσβάλουν την απόφαση.)
Η λέξη "impugnar" δεν είναι ιδιαίτερα κοινή σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά σχετίζεται με ορισμένες νομικές φράσεις:
Impugnar un derecho.
(Αμφισβητώ ένα δικαίωμα.)
«Se puede impugnar un derecho si se demuestra que es inválido.»
(Μπορεί να αμφισβητηθεί ένα δικαίωμα αν αποδειχθεί ότι είναι άκυρο.)
Impugnar pruebas.
(Αμφισβητώ αποδείξεις.)
«El abogado intentó impugnar las pruebas presentadas por la acusación.»
(Ο δικηγόρος προσπάθησε να αμφισβητήσει τις αποδείξεις που παρουσίασε η κατηγορία.)
Impugnar una resolución.
(Αμφισβητώ μια απόφαση.)
«La empresa decidió impugnar la resolución del organismo de control.»
(Η εταιρεία αποφάσισε να αμφισβητήσει την απόφαση του ελεγκτικού οργανισμού.)
Η λέξη "impugnar" προέρχεται από τα λατινικά "impugnare", που σημαίνει "να χτυπήσω ενάντια", "να επιτεθώ" ή "να αμφισβητήσω", με ρίζα την λέξη "pugnare", που σημαίνει "να πολεμάω".
Συνώνυμα: - cuestionar (αμφισβητώ) - desafiar (να προκαλέσω)
Αντώνυμα: - aceptar (αποδέχομαι) - ratificar (επικυρώνω)