Το "impulsar" είναι ρήμα.
/impulˈsaɾ/
Το "impulsar" σημαίνει να δώσουμε ώθηση ή να προωθήσουμε κάτι, είτε αυτό αναφέρεται σε μια ιδέα, μια δράση, ή κάποιο σχέδιο. Είναι ένα αρκετά κοινό ρήμα στην ισπανική γλώσσα και χρησιμοποιείται σε διάφορους τομείς, όπως η πολιτική, η επιχειρηματικότητα και η εκπαίδευση. Η συχνότητα χρήσης είναι υψηλή, και το ρήμα χρησιμοποιείται τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο.
Η κυβέρνηση αναζητά να προωθήσει τη βιώσιμη ανάπτυξη.
Es importante impulsar la educación en las comunidades rurales.
Είναι σημαντικό να ενθαρρύνουμε την εκπαίδευση στις αγροτικές κοινότητες.
Las iniciativas privadas pueden impulsar la economía.
Να προωθήσουμε την αλλαγή.
(Αναφέρεται στις προσπάθειες για θετικές αλλαγές σε κάποιον τομέα, όπως η οικολογία ή η κοινωνία.)
Impulsar el crecimiento personal
Να ενθαρρύνουμε την προσωπική ανάπτυξη.
(Χρησιμοποιείται σε περιπτώσεις όπου κάποιος αναζητά να βελτιώσει τον εαυτό του.)
Impulsar el trabajo en equipo
Να προωθήσουμε την ομαδική εργασία.
(Αναφέρεται στη σημασία συνεργασίας σε ένα εργασιακό περιβάλλον.)
Impulsar una política de innovación
Να προωθήσουμε μια πολιτική καινοτομίας.
(Σημαντικό στον τομέα επιχειρήσεων και κυβερνητικών πολιτικών.)
Impulsar la cultura local
Η λέξη "impulsar" προέρχεται από τη λατινική λέξη "impulsare", που σημαίνει "να σπρώξω" ή "να προωθήσω", και αποτελείται από το πρόθημα "in-" και το ρήμα "pulsare" (να σπρώχνω).
Estimular (ενισχύω)
Αντώνυμα: