Το "impulsor" είναι ουσιαστικό.
/impulˈsoɾ/
Η λέξη "impulsor" χρησιμοποιείται για να περιγράψει έναν μηχανισμό ή παράγοντα που ωθεί ή προωθεί κάτι προς τα εμπρός. Στην ελληνική γλώσσα μπορεί να αναφέρεται είτε σε φυσικούς μηχανισμούς (όπως κινητήρες) είτε σε μεταφορικούς (όπως ιδέες ή κινήσεις). Η χρήση της λέξης είναι αρκετά συχνή, κυρίως σε τεχνικά και στρατηγικά συμφραζόμενα, όπως στον τομέα της μηχανολογίας και του στρατού. Χρησιμοποιείται περισσότερο στο γραπτό λόγο.
El impulsor del motor es fundamental para su funcionamiento.
Ο κινητήρας του μοτέρ είναι θεμελιώδης για τη λειτουργία του.
El nuevo impulsor de la tecnología espacial promete revolucionar los viajes a Marte.
Ο νέος προωθητής της διαστημικής τεχνολογίας υπόσχεται να επαναστατήσει τα ταξίδια στον Άρη.
El impulsor de las políticas económicas ha sido muy criticado por sus decisiones.
Ο προωθητής των οικονομικών πολιτικών έχει δεχθεί πολλές κριτικές για τις αποφάσεις του.
Η λέξη "impulsor" χρησιμοποιείται και σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις στη γλώσσα ισπανικά. Ακολουθούν μερικές προτάσεις:
Un impulsor de cambio puede ser un líder carismático.
Ένας προωθητής αλλαγής μπορεί να είναι ένας χαρισματικός ηγέτης.
Se necesita un impulsor para que la iniciativa tenga éxito.
Απαιτείται ένας προωθητής για να έχει η πρωτοβουλία επιτυχία.
Un buen impulsor en el equipo puede motivar a los demás.
Ένας καλός προωθητής στην ομάδα μπορεί να παρακινήσει τους άλλους.
El impulsor del proyecto fue clave para su financiación.
Ο προωθητής του έργου ήταν καθοριστικός για τη χρηματοδότησή του.
Un impulsor de nuevas ideas es esencial en cualquier organización.
Ένας προωθητής νέων ιδεών είναι απαραίτητος σε οποιονδήποτε οργανισμό.
Η λέξη "impulsor" προέρχεται από το ρήμα "impulsar", που σημαίνει "να ωθεί, να προωθεί". Στην ισπανική γλώσσα, το "impulsar" προέρχεται από τη λατινική λέξη "impulsare", που σημαίνει "να σπρώχνω".
Συνώνυμα: - propulsor (προωθητής) - motor (κινητήρας) - agente (παράγοντας)
Αντώνυμα: - freno (φρένο) - detención (στάση) - inercia (αδράνεια)