Το "impune" είναι επίθετο.
Η φωνητική μεταγραφή στο διεθνές φωνητικό αλφάβητο (IPA) είναι: /imˈpu.ne/
Η λέξη "impune" σημαίνει ότι κάποιος ή κάτι μένει ατιμώρητο, ότι δεν αντιμετωπίζει συνέπειες για τις πράξεις του. Χρησιμοποιείται συχνά στη νομική γλώσσα, αλλά εμφανίζεται και σε γενικότερες συζητήσεις. Η συχνότητα χρήσης της είναι μέτρια, πιο συχνά στο γραπτό λόγο, κυρίως σε νομικά ή ηθικά πλαίσια.
Los delincuentes a menudo quedan impunes.
(Οι εγκληματίες συχνά μένουν ατιμώρητοι.)
Es inaceptable que la corrupción sea impune.
(Είναι απαράδεκτο η διαφθορά να είναι ατιμώρητη.)
Actuar de manera impune exacerba el miedo en la sociedad.
(Η συμπεριφορά με ατιμωρησία ενισχύει τον φόβο στην κοινωνία.)
Στα Ισπανικά, η λέξη "impune" μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις:
Αυτό αναφέρεται στην κατάσταση όπου κάποιος δεν αντιμετωπίζει νομικές συνέπειες.
La impunidad en la sociedad es alarmante.
(Η ατιμωρησία στην κοινωνία είναι ανησυχητική.)
Εδώ αναφέρεται στο φαινόμενο της έλλειψης ευθυνών για ανυπόστατες πράξεις.
Vivir impunemente es una illusión.
(Να ζεις ατιμώρητα είναι μια ψευδαίσθηση.)
Υποδηλώνει ότι δεν μπορεί κανείς πραγματικά να ζει χωρίς συνέπειες.
La impunidad es un problema sistémico.
(Η ατιμωρησία είναι ένα συστημικό πρόβλημα.)
Αντικείμενο συζήτησης στον τομέα της κοινωνικής δικαιοσύνης.
Actuar con impunidad no debería ser aceptable.
(Η δράση με ατιμωρησία δεν θα έπρεπε να είναι αποδεκτή.)
Η λέξη "impune" προέρχεται από τη λατινική λέξη "impunis", η οποία συνδυάζει το "in-" (χωρίς) και "punis" (τιμωρία).
Συνώνυμα: - astitory (ατιμώρητος) - sin castigo (χωρίς τιμωρία)
Αντώνυμα: - castigado (τιμωρημένος) - responsable (υπεύθυνος)