Η λέξη "impureza" είναι ουσιαστικό θηλυκού γένους.
/i̇mˈpuɾeθa/
Η λέξη "impureza" αναφέρεται σε κάτι που δεν είναι καθαρό ή που περιέχει ακαθαρσίες. Χρησιμοποιείται σε διάφορους τομείς όπως στη χημεία για να περιγράψει τις ακαθαρσίες σε μια ουσία ή στην ιατρική για να αναφερθεί σε μολύνσεις ή μολυσματικούς παράγοντες. Η συχνότητα χρήσης της λέξης "impureza" είναι σχετικά κοινή, κυρίως σε γραπτά κείμενα, επιστημονικές αναφορές και συζητήσεις που αφορούν την καθαρότητα ουσιών, αίματος ή άλλων εξετάσεων.
Η ακαθαρσία στο νερό μπορεί να προκαλέσει ασθένειες.
Los científicos están estudiando la impureza en los medicamentos.
Η λέξη "impureza" χρησιμοποιείται λιγότερο συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να σχετίζεται με εκφράσεις που αφορούν την καθαρότητα ή τη ρίζα προβλημάτων:
Να θεραπευτείς από την ακαθαρσία του νου.
Evitar la impureza en la alimentación es esencial.
Η αποφυγή της ακαθαρσίας στη διατροφή είναι βασική.
La impureza en nuestras acciones puede afectar nuestras buenas intenciones.
Η λέξη "impureza" προέρχεται από το λατινικό "impuritas", που σημαίνει την κατάσταση του να είναι κάτι ακαθάριστο ή μολυσμένο.
Συνώνυμα: - Acaricia (ακαθαρσία) - Contaminación (μόλυνση)
Αντώνυμα: - Pureza (καθαρότητα) - Limpieza (καθαριότητα)