impurezas: Ουσιαστικό (pl.)
/impuˈɾeθas/ (Ισπανικές προφορές μπορεί να διαφέρουν ανά περιοχή)
Η λέξη impurezas αναφέρεται σε ακαθαρσίες ή σε ανεπιθύμητα στοιχεία που προστίθενται ή περιέχονται σε καθαρές ή φιλτραρισμένες ουσίες. Χρησιμοποιείται συχνά στον τομέα των επιστημών, της χημείας, και της τεχνολογίας, καθώς και στις καθημερινές συζητήσεις για την περιγραφή της κακής ποιότητας προϊόντων ή παραγόμενων υλών.
Η συχνότητα χρήσης της λέξης είναι υψηλή, κυρίως σε γραπτό κείμενο όπως επιστημονικά άρθρα, αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί και στον προφορικό λόγο.
"Las impurezas en el agua pueden causar enfermedades."
(Οι ακαθαρσίες στο νερό μπορούν να προκαλέσουν ασθένειες.)
"Es importante eliminar las impurezas de los alimentos antes de cocinarlos."
(Είναι σημαντικό να αφαιρούμε τις ακαθαρσίες από τα τρόφιμα πριν από το μαγείρεμα.)
"El laboratorio realizó pruebas para detectar impurezas en la muestra."
(Το εργαστήριο πραγματοποίησε δοκιμές για να εντοπίσει ακαθαρσίες στο δείγμα.)
Δεν υπάρχουν πολλές καθιερωμένες ιδιωματικές εκφράσεις που να περιλαμβάνουν τη λέξη impurezas, αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε μεταφορικό επίπεδο.
"Hay impurezas en nuestra relación que debemos limpiar."
(Υπάρχουν ακαθαρσίες στη σχέση μας που πρέπει να καθαρίσουμε.)
"El arte tiene sus impurezas, pero eso lo hace más humano."
(Η τέχνη έχει τις ακαθαρσίες της, αλλά αυτό την κάνει πιο ανθρώπινη.)
"A veces es necesario confrontar las impurezas de nuestro pasado."
(Καμιά φορά είναι απαραίτητο να αντιμετωπίσουμε τις ακαθαρσίες του παρελθόντος μας.)
Η λέξη impurezas προέρχεται από το λατινικό "impurus", που σημαίνει "βρώμικος", σε συνδυασμό με την κατάληξη "-eza", η οποία υποδηλώνει ποιότητα ή κατάσταση.