imputable - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

imputable (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Επίθετο

Φωνητική Μεταγραφή

[iˈmputaβle]

Επιλογές Μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της Λέξης

Η λέξη "imputable" αναφέρεται στην ικανότητα ή τη δυνατότητα ενός ατόμου να είναι υπεύθυνο για τις πράξεις του, ειδικά στο πλαίσιο του νόμου. Συχνά χρησιμοποιείται για να περιγράψει άτομα που μπορούν να δικαστούν ή να θεωρηθούν υπεύθυνα για τις ενέργειές τους. Η συχνότητα χρήσης της λέξης είναι υψηλή, ιδιαίτερα σε νομικές συζητήσεις και κείμενα.

Στην ισπανική γλώσσα, χρησιμοποιείται περισσότερο σε γραπτές μορφές, όπως νομικά έγγραφα και ακαδημαϊκά κείμενα, αλλά είναι επίσης κοινή στον προφορικό λόγο.

Παραδειγματικές Προτάσεις

  1. Las personas imputables son responsables de sus actos.
    (Οι υπεύθυνοι άνθρωποι είναι υπεύθυνοι για τις πράξεις τους.)

  2. En el juicio, se demostró que el acusado era imputable.
    (Στη δίκη, αποδείχθηκε ότι ο κατηγορούμενος ήταν υπεύθυνος.)

  3. Los menores de edad no son considerados imputables en la misma medida que los adultos.
    (Οι ανήλικοι δεν θεωρούνται υπεύθυνοι στην ίδια έκταση με τους ενήλικες.)

Ιδιωματικές Εκφράσεις

Η λέξη "imputable" δεν έχει πολλές γνωστές ιδιωματικές εκφράσεις στην ισπανική γλώσσα, ωστόσο μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διάφορες νομικές φράσεις.

  1. No se puede considerar imputable a alguien que no comprende sus actos.
    (Δεν μπορεί να θεωρηθεί υπεύθυνος κάποιος που δεν κατανοεί τις πράξεις του.)

  2. La imputabilidad es un concepto clave en el derecho penal.
    (Η υπευθυνότητα είναι μια βασική έννοια στο ποινικό δίκαιο.)

  3. Para ser imputable, la persona debe tener la capacidad de discernimiento.
    (Για να είναι υπεύθυνος, το άτομο πρέπει να έχει τη δυνατότητα διάκρισης.)

  4. La legislación actual determina quiénes son imputables en función de su salud mental.
    (Η τρέχουσα νομοθεσία καθορίζει ποιοι είναι υπεύθυνοι ανάλογα με την ψυχική τους υγεία.)

  5. La falta de imputabilidad puede ser utilizada como defensa en un juicio.
    (Η απουσία υπευθυνότητας μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως υπεράσπιση σε μια δίκη.)

Ετυμολογία της Λέξης

Η λέξη "imputable" προέρχεται από το λατινικό "imputabilis", το οποίο σημαίνει "αυτό που μπορεί να καταλογιστεί", συνδυάζοντας το πρόθεμα "in-" (που σημαίνει "όχι") με το "putare" (που σημαίνει "να εκτιμήσεις ή να καθορίσεις").

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - Responsable (υπεύθυνος) - Atribuible (ενδεχόμενο)

Αντώνυμα: - Irresponsable (ανεύθυνος) - Inimputable (μη ενοχοποιήσιμος)



23-07-2024