Η φράση "in fraganti" είναι μια λατινική έκφραση που χρησιμοποιείται κυρίως ως επιρρηματική φράση.
Η φωνητική μεταγραφή της φράσης "in fraganti" χρησιμοποιώντας το διεθνές φωνητικό αλφάβητο είναι: /in fɾaˈɡan.ti/.
Η φράση "in fraganti" μπορεί να μεταφραστεί στα Ελληνικά ως: - "επ’ αυτοφώρω" - "εν ώρα εγκλήματος"
Η φράση "in fraganti" χρησιμοποιείται για να περιγράψει την κατάσταση κατά την οποία κάποιος συλλαμβάνεται ή αποδεικνύεται εν δράσει, συχνά σε παράνομες ή ανήθικες πράξεις. Είναι πιο συχνή σε νομικά και δικαστικά συμφραζόμενα, αν και μπορεί να εμφανιστεί και σε πιο γενικά πλαίσια.
Η χρήση της φράσης είναι πιο συχνή στο γραπτό λόγο, ειδικά σε νομικά κείμενα ή κρατικά έγγραφα, αλλά μπορεί επίσης να συναντηθεί σε προφορικό λόγο σε επισημάνσεις σχετικά με την εγκληματικότητα.
El ladrón fue capturado in fraganti mientras intentaba robar una casa.
Ο κλέφτης συνελήφθη επ’ αυτοφώρω ενώ προσπαθούσε να κλέψει ένα σπίτι.
La policía lo arrestó in fraganti cuando estaba vendiendo drogas.
Η αστυνομία τον συνέλαβε επ’ αυτοφώρω όταν πουλούσε ναρκωτικά.
Η φράση "in fraganti" δεν είναι ευρέως διαδεδομένη σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να επεκταθεί για να δείξει τις συνθήκες υπό τις οποίες συμβαίνουν εγκλήματα:
Fue pillado in fraganti en una operación de tráfico de armas.
Πιάστηκε επ’ αυτοφώρω σε επιχείρηση trafficking όπλων.
Lo encontraron in fraganti, lo que facilitó su condena.
Τον βρήκαν επ’ αυτοφώρω, γεγονός που διευκόλυνε την καταδίκη του.
La situación se tornó tensa cuando el sospechoso fue detenido in fraganti.
Η κατάσταση έγινε τεταμένη όταν ο ύποπτος συνελήφθη επ’ αυτοφώρω.
Η φράση προέρχεται από τα Λατινικά, όπου "in" σημαίνει "σε" και "fraganti" είναι ο τύπος της παρούσας συμμετοχής του ρήματος "frangere", το οποίο σημαίνει "σπάω" ή "καταρρίπτω". Στο σύνολό της αναφέρεται σε κάποιον που "σπάει" το νόμο ή τους κανόνες, συλλαμβανόμενος άμεσα.
Συνώνυμα: - En el acto (έγινε τη στιγμή) - In situ (επί τόπου)
Αντώνυμα: - Acusación posterior (μετά από την κατηγορία) - Sin pruebas (χωρίς αποδείξεις)