inactivo είναι επίθετο.
/i.nak.ti.βo/
Η λέξη inactivo χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι ή κάποιον που δεν είναι ενεργός ή που έχει σταματήσει τη δραστηριότητά του. Στα Ισπανικά χρησιμοποιείται συχνά για να αναφερθεί σε άτομα, οργανισμούς ή καταστάσεις που δεν συμμετέχουν σε κάποια δράση ή διαδικασία. Στη γλώσσα, η λέξη έχει μέτρια συχνότητα χρήσης και μπορεί να χρησιμοποιηθεί τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο.
La máquina está inactiva desde hace meses.
(Η μηχανή είναι ανενεργή εδώ και μήνες.)
El empleado se volvió inactivo debido a problemas de salud.
(Ο υπάλληλος έγινε ανενεργός λόγω προβλημάτων υγείας.)
Η λέξη inactivo δεν είναι συχνά μέρος συγκεκριμένων ιδιωματικών εκφράσεων, αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε συνδυασμούς με άλλες λέξεις για να εκφράσει διάφορες έννοιες:
Estar inactivo como un pez fuera del agua.
(Να είσαι ανενεργός όπως ένα ψάρι έξω από το νερό.)
No quiero quedarme inactivo en casa.
(Δεν θέλω να μείνω ανενεργός στο σπίτι.)
Si sigues así, te volverás inactivo en tu trabajo.
(Αν συνεχίσεις έτσι, θα γίνεις ανενεργός στη δουλειά σου.)
La campaña publicitaria estaba inactiva por falta de presupuesto.
(Η διαφημιστική εκστρατεία ήταν ανενεργή λόγω έλλειψης προϋπολογισμού.)
Η λέξη inactivo προέρχεται από την ισπανική γλώσσα, όπου το πρόθημα "in-" σημαίνει "όχι" και η ρίζα "activo" σημαίνει "ενεργός". Έτσι, η λέξη κυριολεκτικά σημαίνει "όχι ενεργός".
Συνώνυμα: - pasivo (παθητικός) - desocupado (ανενεργός)
Αντώνυμα: - activo (ενεργός) - productivo (παραγωγικός)