Η λέξη "inadecuado" είναι επίθετο.
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "inadecuado" στο διεθνές φωνητικό αλφάβητο (IPA) είναι /inaðeˈkwaðo/.
Η λέξη "inadecuado" μεταφράζεται στα ελληνικά ως: - ακατάλληλος - ακατάλλητη - μη επαρκής - ανάρμοστος
Η λέξη "inadecuado" χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι που δεν είναι κατάλληλο ή επαρκές για μια συγκεκριμένη κατάσταση ή χρήση. Στη γλώσσα των οικονομικών, μπορεί να αναφέρεται σε στρατηγικές, αποφάσεις ή πολιτικές που δεν είναι επαρκώς ανεπτυγμένες ή που δε συμβαδίζουν με τις απαιτήσεις της αγοράς. Η συχνότητα χρήσης της λέξης είναι μέτρια, και εμφανίζεται συχνά σε γραπτά κείμενα και επίσημες αναφορές, αλλά είναι λιγότερο συνηθισμένη στον προφορικό λόγο.
Αυτό το σχέδιο είναι ακατάλληλο για την τρέχουσα κατάσταση μας.
La capacitación fue inadecuada para los nuevos empleados.
Η εκπαίδευση ήταν ανάρμοστη για τους νέους υπαλλήλους.
La respuesta del gobierno fue considerada inadecuada por los expertos.
Η λέξη "inadecuado" μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις, παραδείγματος χάρη:
Μια ακατάλληλη προσέγγιση μπορεί να οδηγήσει σε μεγαλύτερα προβλήματα.
La inadecuada preparación de un proyecto a menudo conduce a fracasos.
Η ακατάλληλη προετοιμασία ενός έργου συχνά οδηγεί σε αποτυχίες.
Es inadecuado criticar sin entender la situación.
Είναι ακατάλληλο να κρίνουμε χωρίς να κατανοούμε την κατάσταση.
Un lenguaje inadecuado puede ofender a las personas.
Ένα ανάρμοστο λεξιλόγιο μπορεί να προσβάλει τους ανθρώπους.
La inadecuada regulación del mercado puede resultar en crisis económicas.
Η λέξη "inadecuado" προέρχεται από το πρόθεμα "in-" που σημαίνει "όχι" ή "μη" και τη λέξη "adecuado" (κατάλληλος), που προέρχεται από τη λατινική λέξη "adecuatus", που σημαίνει "προσαρμοσμένος" ή "κατάλληλος".
Συνώνυμα: - inapropiado (ακατάλληλος) - inapt (αναρμόδιος) - ineficaz (αναποτελεσματικός)
Αντώνυμα: - adecuado (κατάλληλος) - apropiado (κατάλληλος, κατάλληλο) - eficaz (αποτελεσματικός)