Μέρος του λόγου: Επίθετο
Φωνητική μεταγραφή: /inaɣlu'tinable/
Χρήση/Συχνότητα: Η λέξη "inaglutinable" δεν χρησιμοποιείται συχνά στην ισπανική καθημερινή γλώσσα, και συνήθως χρησιμοποιείται μόνο σε κλινικές ή ιατρικές συζητήσεις.
Παραδειγματικές προτάσεις: 1. El tumor es inaglutinable y será necesaria una intervención quirúrgica. (Ο όγκος είναι ανεπιθυμητηρίαστος και θα είναι απαραίτητη μια χειρουργική επέμβαση.) 2. La enfermedad era inaglutinable a cualquier forma de tratamiento convencional. (Η ασθένεια δεν ανταποκρινόταν σε καμία μορφή συμβατικής θεραπείας.)
Ετυμολογία: Η λέξη "inaglutinable" αποτελεί σύνθετη λέξη από την αρνητική πρόθεση "in-" και τον όρο "aglutinable" που προέρχεται από το ρήμα "aglutinar", που σημαίνει "να συνενώνω" ή "να ενώνω".
Συνώνυμα: ανεπιθυμητήριος, incurable
Αντώνυμα: curable, tratable