Η λέξη "inagotable" είναι επίθετο.
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "inagotable" στα διεθνή φωνητικά αλφάβητα είναι /inaɣoˈtaβle/.
Η λέξη "inagotable" χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι που δεν μπορεί να εξαντληθεί ή κάτι που είναι ατελείωτο. Εμφανίζεται συχνά σε γραπτό και προφορικό λόγο, ιδιαίτερα σε συζητήσεις που σχετίζονται με πηγές ενέργειας, χρόνου ή άλλων πόρων. Η χρήση της είναι σχετικά συχνή αλλά μπορεί να ποικίλλει ανάλογα με το πλαίσιο.
"Η ενέργειά του φαίνεται ανεξάντλητη ακόμα και μετά από ώρες εργασίας."
"La creatividad de los niños es inagotable."
"Η δημιουργικότητα των παιδιών είναι ανεξάντλητη."
"El océano es una fuente inagotable de recursos."
Η λέξη "inagotable" χρησιμοποιείται συχνά σε ιδιωματικές εκφράσεις:
"Να έχεις ένα ανεξάντλητο πνεύμα."
"Recursos inagotables de amor."
"Ανεξάντλητοι πόροι αγάπης."
"Una paciencia inagotable."
"Μια ανεξάντλητη υπομονή."
"Su entusiasmo parece inagotable."
"Ο ενθουσιασμός του φαίνεται ανεξάντλητος."
"La energía solar es una fuente inagotable de energía."
"Η ηλιακή ενέργεια είναι μια ανεξάντλητη πηγή ενέργειας."
"La sabiduría es un recurso inagotable para la vida."
Η λέξη "inagotable" προέρχεται από το πρόθημα "in-" που σημαίνει "μη" και τη ρίζα "agotable" που προέρχεται από το ρήμα "agotar," το οποίο σημαίνει "εξαντλώ."
Συνώνυμα: - Sostenible (βιώσιμος) - Infinito (άπειρος)
Αντώνυμα: - Agotable (εξαντλήσιμος) - Limitado (περιορισμένος)