Το "inalienable" είναι επίθετο.
[ɪˈneɪliəbl]
Η λέξη "inalienable" χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι που δεν μπορεί να μεταβιβαστεί, προσαρτηθεί ή αποσπαστεί. Συχνά αναφέρεται σε δικαιώματα ή ιδιότητες που θεωρούνται θεμελιώδη και απαραίτητα για την ανθρώπινη ύπαρξη. Στη γλώσσα των νομικών και πολιτικών πλαισίων, τα "inalienable rights" (αμεταβίβαστα δικαιώματα) αναφέρονται στα δικαιώματα που δεν μπορούν να αφαιρεθούν ή να παραχωρηθούν.
Η χρήση της λέξης είναι πιο συχνή σε γραπτά κείμενα, σε νομικά ή φιλοσοφικά πλαίσια.
Αυτά τα δικαιώματα θεωρούνται αμεταβίβαστα από πολλούς φιλοσόφους.
No government can take away your inalienable rights.
Η λέξη "inalienable" δεν χρησιμοποιείται συνήθως σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις. Ωστόσο, μπορεί να παρατηρηθεί σε συνδυασμούς με τα δικαιώματα και τη δικαιοσύνη.
Το Σύνταγμα προστατεύει τα αμεταβίβαστα δικαιώματά μας.
Everyone is entitled to inalienable rights, such as life and liberty.
Όλοι έχουν το δικαίωμα σε αμεταβίβαστα δικαιώματα, όπως είναι η ζωή και η ελευθερία.
The declaration emphasizes the importance of recognizing inalienable rights.
Η λέξη "inalienable" προέρχεται από την αγγλική γλώσσα και συντίθεται από το πρόθεμα "in-" (που σημαίνει "όχι") και το "alienable", που προέρχεται από το λατινικό "alienare", το οποίο σημαίνει "να αποξενωθεί", "να μεταβιβαστεί".
Συνώνυμα: - Untransferable - Sacred - Preeminent
Αντώνυμα: - Alienable - Transferable - Subordinate