Επίθετο
/inalˈteɾable/
Η λέξη "inalterable" χρησιμοποιείται στη γλώσσα Ισπανικά για να περιγράψει κάτι που δεν μπορεί να αλλοιωθεί ή να αλλάξει. Χρησιμοποιείται συχνά σε νομικά και φιλοσοφικά κείμενα, καθώς και σε περιπτώσεις που αναφέρονται σε σταθερές ή αναλλοίωτες καταστάσεις ή φύσεις.
Η συχνότητα χρήσης της λέξης είναι μέση, και χρησιμοποιείται περισσότερο στο γραπτό πλαίσιο παρά στον προφορικό λόγο.
Η αλήθεια είναι αμετάβλητη, δεν έχει σημασία πόσο προσπαθούν να την αλλάξουν.
Sus principios son inalterables, siempre se mantendrá firme en sus creencias.
Οι αρχές του είναι αμετάβλητες, πάντα θα παραμένει σταθερός στις πεποιθήσεις του.
El acuerdo es inalterable y debe respetarse por ambas partes.
Η λέξη "inalterable" δεν χρησιμοποιείται συνήθως σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις. Ωστόσο, μπορεί να βρει εφαρμογή σε καταστάσεις που συνεπάγονται σταθερότητα και αμεταβλητότητα.
Η δέσμευσή του για τη δικαιοσύνη είναι αμετάβλητη, ότι και αν συμβεί.
La esencia de la obra es inalterable a lo largo del tiempo.
Η ουσία του έργου είναι ανόθευτη με την πάροδο του χρόνου.
A pesar de los cambios en la sociedad, sus valores permanecen inalterables.
Η λέξη "inalterable" προέρχεται από το λατινικό "inalterabilis", που σημαίνει "όχι αλλοιώσιμο", συνδυάζοντας το πρόθεμα "in-" (όχι) και το "alterabilis" (αλλοιώσιμο).
Συνώνυμα: - inalterado - eterno - constante
Αντώνυμα: - alterable - modificable - variable