Η λέξη "inamovible" είναι επίθετο.
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "inamovible" με χρήση του διεθνούς φωνητικού αλφαβήτου (IPA) είναι: /inamoviˈβle/
Η λέξη "inamovible" αναφέρεται σε κάτι που δεν μπορεί να μετακινηθεί ή να αλλάξει θέση. Χρησιμοποιείται συχνά τόσο σε γενικά συμφραζόμενα όσο και σε νομικά ή ιατρικά πλαίσια. Στην ισπανική γλώσσα, μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να περιγράψει αντικείμενα, καταστάσεις, ή ακόμα και άτομα που είναι σταθερά ή που δεν επηρεάζονται από εξωτερικούς παράγοντες. Η χρήση της μπορεί να είναι πιο συχνή στον γραπτό λόγο, ιδίως σε επίσημα κείμενα.
Το τραπέζι είναι αμετάθετο και δεν μπορεί να μετακινηθεί από τη θέση του.
Su decisión fue inamovible, a pesar de las críticas.
Η απόφασή του ήταν αμετάθετη, παρά τις κριτικές.
El diagnóstico del médico fue inamovible y no se requerían más pruebas.
Η λέξη "inamovible" δεν είναι πολύ διαδεδομένη σε ιδιωματικές εκφράσεις, ωστόσο μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε συνδυασμούς για να δηλώσει σταθερότητα. Εδώ είναι μερικές προτάσεις:
Η γνώμη του σχετικά με το θέμα είναι αμετάθετη, γεγονός που προκαλεί εντάσεις.
A pesar de la presión, su posición sigue siendo inamovible.
Παρά την πίεση, η θέση του παραμένει αμετάθετη.
La ley es inamovible en este aspecto y debe ser respetada por todos.
Ο νόμος είναι αμετάθετος σε αυτό το σημείο και πρέπει να γίνεται σεβαστός από όλους.
Ella tiene principios inamovibles que la guían en su vida.
Η λέξη "inamovible" προέρχεται από την ισπανική πρόθεση "in-" (που δηλώνει άρνηση) και το ουσιαστικό "movible" (μετακινούμενος), που προέρχεται από το λατινικό "movibilis".
Συνώνυμα: - Inalterable - Fijo - Estable
Αντώνυμα: - Movible - Cambiable - Variable