inamovible - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

inamovible (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Η λέξη "inamovible" είναι επίθετο.

Φωνητική μεταγραφή

Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "inamovible" με χρήση του διεθνούς φωνητικού αλφαβήτου (IPA) είναι: /inamoviˈβle/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της λέξης

Η λέξη "inamovible" αναφέρεται σε κάτι που δεν μπορεί να μετακινηθεί ή να αλλάξει θέση. Χρησιμοποιείται συχνά τόσο σε γενικά συμφραζόμενα όσο και σε νομικά ή ιατρικά πλαίσια. Στην ισπανική γλώσσα, μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να περιγράψει αντικείμενα, καταστάσεις, ή ακόμα και άτομα που είναι σταθερά ή που δεν επηρεάζονται από εξωτερικούς παράγοντες. Η χρήση της μπορεί να είναι πιο συχνή στον γραπτό λόγο, ιδίως σε επίσημα κείμενα.

Παραδείγματα προτάσεων

  1. La mesa es inamovible y no se puede mover de su lugar.
  2. Το τραπέζι είναι αμετάθετο και δεν μπορεί να μετακινηθεί από τη θέση του.

  3. Su decisión fue inamovible, a pesar de las críticas.

  4. Η απόφασή του ήταν αμετάθετη, παρά τις κριτικές.

  5. El diagnóstico del médico fue inamovible y no se requerían más pruebas.

  6. Η διάγνωση του γιατρού ήταν αμετάθετη και δεν απαιτούνταν περισσότερες εξετάσεις.

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η λέξη "inamovible" δεν είναι πολύ διαδεδομένη σε ιδιωματικές εκφράσεις, ωστόσο μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε συνδυασμούς για να δηλώσει σταθερότητα. Εδώ είναι μερικές προτάσεις:

  1. Su opinión sobre el asunto es inamovible, lo que provoca tensiones.
  2. Η γνώμη του σχετικά με το θέμα είναι αμετάθετη, γεγονός που προκαλεί εντάσεις.

  3. A pesar de la presión, su posición sigue siendo inamovible.

  4. Παρά την πίεση, η θέση του παραμένει αμετάθετη.

  5. La ley es inamovible en este aspecto y debe ser respetada por todos.

  6. Ο νόμος είναι αμετάθετος σε αυτό το σημείο και πρέπει να γίνεται σεβαστός από όλους.

  7. Ella tiene principios inamovibles que la guían en su vida.

  8. Αυτή έχει αμετάθετες αρχές που την καθοδηγούν στη ζωή της.

Ετυμολογία

Η λέξη "inamovible" προέρχεται από την ισπανική πρόθεση "in-" (που δηλώνει άρνηση) και το ουσιαστικό "movible" (μετακινούμενος), που προέρχεται από το λατινικό "movibilis".

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - Inalterable - Fijo - Estable

Αντώνυμα: - Movible - Cambiable - Variable



23-07-2024