Η λέξη "inc." είναι συντομογραφία για τη λέξη "incorporated" και χρησιμοποιείται κυρίως ως ουσιαστικό και ως επίθετο σε νομικά συμφραζόμενα.
Φωνητική μεταγραφή με χρήση διεθνούς φωνητικού αλφαβήτου (IPA): /ɪnˈkɔːr.pə.reɪ.tɪd/
Η έννοια της λέξης "inc." αναφέρεται σε μια νομική μορφή επιχείρησης που ενσωματώνεται, δηλαδή αναγνωρίζεται ως ξεχωριστός νομικός χαρακτήρας. Συνήθως χρησιμοποιείται στα ονόματα εταιρειών για να δηλώσει ότι η εταιρεία είναι ενσωματωμένη, παρέχοντας νομική προστασία στους μετόχους της από προσωπική ευθύνη.
Η χρήση της είναι συχνά πιο κοινή σε γραπτό λόγο σε επιχειρηματικά και νομικά έγγραφα.
Η εταιρεία "Λύσεις Τεχνολογίας Α.Ε." έχει ηγηθεί στην αγορά.
Es importante elegir un buen nombre para una nueva Inc.
Η λέξη "inc." μπορεί να εμφανιστεί σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις που σχετίζονται με το νομικό και επιχειρηματικό πεδίο.
Σκέφτομαι να ιδρύσω μια νέα εταιρεία Α.Ε. για να προστατεύσω τα περιουσιακά μου στοιχεία.
La consultora ayudó a varios negocios inc. a expandir sus operaciones.
Η συμβουλευτική εταιρεία βοήθησε πολλές επιχειρήσεις Α.Ε. να επεκτείνουν τις επιχειρηματικές τους δραστηριότητες.
Al incorporar una empresa, se limita la responsabilidad a las inversiones realizadas en la inc.
Η λέξη "incorporated" προέρχεται από το Λατινικό "incorporare", που σημαίνει "να ενσωματώσω" ή "να ενσωματωθώ", και αναφέρεται στην πράξη της δημιουργίας μιας νομικής οντότητας.
Συνώνυμα: - Εταιρεία περιορισμένης ευθύνης (LLC) - Α.Ε. (Ανώνυμη Εταιρεία)
Αντώνυμα: - Ανώνυμη επιχείρηση - Ατομική επιχείρηση