Η λέξη "inca" είναι ουσιαστικό.
/ˈiŋ.ka/
Η λέξη "inca" αναφέρεται σε έναν αρχαίο πολιτισμό που ήταν γνωστός για την ανάπτυξή του στην περιοχή των Άνδεων της Νότιας Αμερικής, κυρίως κατά τον 15ο και 16ο αιώνα. Οι Ίνκας ήταν γνωστοί για την κατασκευή μεγάλων πολιτιστικών και αρχιτεκτονικών έργων, όπως είναι η πόλη των Μάτσου Πίτσου, και για την ανάπτυξη μιας εκτενούς οδικού δικτύου. Η λέξη χρησιμοποιείται είτε για να περιγράψει την πολιτιστική κληρονομιά των Ίνκας, είτε για να αναφερθεί στο σύστημα διακυβέρνησης τους, καθώς και στον αυτοκράτορα.
Η λέξη "inca" χρησιμοποιείται συχνά στα γραπτά κείμενα και σε ιστορικές μελέτες αλλά και στον προφορικό λόγο κατά τη διάρκεια συζητήσεων σχετικά με την προϊστορία και την πολιτιστική κληρονομιά της Νότιας Αμερικής.
Οι Ίνκας κατασκεύασαν εντυπωσιακές πόλεις στα Άνδεα.
El líder inca tenía un gran poder sobre su pueblo.
Ο ηγέτης Ίνκας είχε μεγάλη δύναμη πάνω στο λαό του.
La cultura inca es famosa por sus técnicas de agricultura.
Η λέξη "inca" δεν έχει πολλές ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε κάποιες φράσεις που σχετίζονται με την κουλτούρα των Ίνκας.
Η μελέτη των παραδόσεων των Ίνκας είναι συναρπαστική.
El legado inca sigue influyendo en la cultura andina actual.
Η κληρονομιά των Ίνκας συνεχίζει να επηρεάζει την τωρινή πολιτιστική κληρονόμο των Άνδεων.
Los sitios arqueológicos incas atraen a muchos turistas cada año.
Οι αρχαιολογικοί χώροι των Ίνκας προσελκύουν πολλούς τουρίστες κάθε χρόνο.
La arquitectura inca destaca por su ingenio y resistencia.
Η λέξη "inca" προέρχεται από την ισπανική γλώσσα, η οποία έχει προέλθει από την Quechua, τη γλώσσα που μιλούσαν οι Ίνκας, και συγκεκριμένα από τη λέξη "Inka", που σημαίνει "αυτοκράτορας" ή "ηγεμόνας".