Η λέξη "incapaz" είναι επίθετο.
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "incapaz" στο διεθνές φωνητικό αλφάβητο (IPA) είναι: /inkaˈpaθ/
Η λέξη "incapaz" χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάποιον ή κάτι που δεν έχει την ικανότητα ή την ικανότητα να εκτελέσει μια συγκεκριμένη εργασία ή καθήκον. Στη γλώσσα των Ισπανικών, η λέξη χρησιμοποιείται συχνά και μπορεί να αναφέρεται σε ανθρώπους, καταστάσεις ή ακόμα και πράγματα. Η συχνότητα χρήσης της είναι σχετικά υψηλή και μπορεί να εμφανιστεί τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο.
Αυτός είναι ανίκανος να λύσει το πρόβλημα.
La máquina es incapaz de funcionar sin electricidad.
Η μηχανή είναι ανίκανη να λειτουργήσει χωρίς ηλεκτρισμό.
Te sientes incapaz de afrontar la situación.
Η λέξη "incapaz" συνήθως δεν χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να βρεθεί σε κάποιες χρήσεις που επεξηγούν την ανικανότητα.
Μην είσαι ανίκανος να ζητήσεις βοήθεια.
Sentirse incapaz de cumplir con las expectativas.
Νιώθοντας ανίκανος να ανταποκριθείς στις προσδοκίες.
Eres incapaz de ver la verdad.
Η λέξη "incapaz" προέρχεται από το πρόθεμα "in-" που δηλώνει άρνηση ή αντίθεση και το "capaz", που σημαίνει "ικανός" ή "ικανότητα". Έτσι, συνδυάζει την έννοια της ανικανότητας ή έλλειψης ικανότητας.
Συνώνυμα: - inepto (ανίκανος) - incapacitante (ανικανιστικός)
Αντώνυμα: - capaz (ικανός) - hábil (ικανός, ικανός να εκτελεί καθήκοντα)