Η λέξη "incendio" είναι ουσιαστικό.
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "incendio" είναι /inˈθen.djo/ σύμφωνα με το διεθνές φωνητικό αλφάβητο (IPA).
Η λέξη "incendio" αναφέρεται σε μια καταστροφική φωτιά που μπορεί να συμβεί σε διάφορους χώρους, όπως δάση, κτίρια ή άλλες περιοχές. Στα Ισπανικά, χρησιμοποιείται συχνά για να περιγράψει ξαφνικές και ανεξέλεγκτες φωτιές, ειδικά στην περίπτωση των πυρκαγιών που προκαλούνται από ανθρώπινες δραστηριότητες ή φυσικά φαινόμενα.
Η συχνότητα χρήσης της λέξης είναι αρκετά υψηλή, κυρίως σε γραπτό λόγο, αλλά και σε προφορικό λόγο όταν γίνεται αναφορά σε συμβάντα ή καταστάσεις που αφορούν φωτιές.
Χθες συνέβη μια μεγάλη πυρκαγιά στο δάσος.
El incendio fue extinguido por los bomberos.
Η φωτιά κατασβέστηκε από τους πυροσβέστες.
La causa del incendio aún se está investigando.
Η λέξη "incendio" δεν χρησιμοποιείται ευρέως σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά ορισμένες φράσεις που περιέχουν τη λέξη περιλαμβάνουν:
Αυτή η φράση χρησιμοποιείται για να περιγράψει πυρκαγιές που συμβαίνουν σε δασικές περιοχές.
"Incendio de gran magnitud"
Χρησιμοποιείται για να αναφερθεί σε μεγάλες και επικίνδυνες φωτιές.
"Sufrir un incendio"
Η λέξη "incendio" προέρχεται από την λατινική λέξη "incendium", η οποία σημαίνει "φωτιά".
Συνώνυμα: - fuego (φωτιά) - llama (φλόγα)
Αντώνυμα: - apagado (σβησμένος) - extinto (ξεχασμένος, σβησμένος)