Το "incentivar" είναι ρήμα.
Φωνητική μεταγραφή: /inθenˈtibaɾ/
Η λέξη "incentivar" χρησιμοποιείται για να περιγράψει την πράξη της ενθάρρυνσης ή της προώθησης κάποιας δράσης ή συμπεριφοράς μέσω κινήτρων. Συνήθως χρησιμοποιείται στον τομέα της οικονομίας και των επιχειρήσεων για να αναφερθεί σε στρατηγικές που αποσκοπούν στην αύξηση της παραγωγικότητας ή της συμμετοχής σε διάφορες δραστηριότητες. Εμφανίζεται συχνά τόσο στον προφορικό όσο και στο γραπτό λόγο, αν και η χρήση της μπορεί να είναι πιο συχνή σε επιχειρηματικά και ακαδημαϊκά κείμενα.
Η εταιρεία αποφάσισε να ενισχύσει τους υπαλλήλους της για να αυξήσει την παραγωγικότητα.
El gobierno ha implementado programas para incentivar la inversión en energías renovables.
Η κυβέρνηση έχει εφαρμόσει προγράμματα για να προωθήσει την επένδυση σε ανανεώσιμες πηγές ενέργειας.
Es importante incentivar el aprendizaje continuo entre los estudiantes.
Στην ισπανική γλώσσα, η λέξη "incentivar" μπορεί να εμφανίζεται σε ιδιωματικές εκφράσεις που σχετίζονται με την ενθάρρυνση:
Η ενθάρρυνση της ομαδικής εργασίας είναι κρίσιμη για την επιτυχία του έργου.
Es necesario incentivar a los jóvenes a participar en actividades comunitarias.
Είναι απαραίτητο να παρακινήσουμε τους νέους να συμμετάσχουν σε κοινοτικές δραστηριότητες.
El coach intentó incentivar a los jugadores antes del partido decisivo.
Ο προπονητής προσπάθησε να παρακινήσει τους παίκτες πριν από τον καθοριστικό αγώνα.
Las empresas a menudo utilizan bonos para incentivar el rendimiento de sus empleados.
Η λέξη "incentivar" προέρχεται από τη λατινική λέξη "incentivum", που σημαίνει "κίνητρο" ή "ερέθισμα".
Συνώνυμα: - Motivar (παρακινώ) - Estimular (ενθαρρύνω)
Αντώνυμα: - Desincentivar (αποθαρρύνω) - Desmotivar (αποθαρρύνω)