Το "incesante" είναι επίθετο.
[inθe'sante]
Η λέξη "incesante" χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι που δεν σταματά ποτέ ή που συνεχίζεται αδιάκοπα. Στη γλώσσα των Ισπανικών, χρησιμοποιείται συχνά σε προφορικούς και γραπτούς λόγους, με μια ελαφριά προτίμηση στην επίσημη ή γραπτή χρήση, οπότε η συχνότητα μπορεί να διαφέρει ανάλογα με το πλαίσιο.
El ruido incesante de la construcción me molesta.
(Ο ασταμάτητος θόρυβος της κατασκευής με ενοχλεί.)
Su incesante esfuerzo por mejorar la situación es admirable.
(Η αδιάκοπη προσπάθειά του να βελτιώσει την κατάσταση είναι αξιέπαινη.)
La lluvia incesante arruinó nuestro picnic.
(Η αδιάκοπη βροχή κατέστρεψε το πικνίκ μας.)
Η λέξη "incesante" μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις για να περιγράψει καταστάσεις ή συναισθήματα που διαρκούν ή που είναι συνεχείς. Ακολουθούν παραδείγματα:
Una lucha incesante contra las adversidades.
(Μια ασταμάτητη μάχη κατά των αντιξοοτήτων.)
El incesante flujo de información puede ser abrumador.
(Η αδιάκοπη ροή πληροφοριών μπορεί να είναι καταπιεστική.)
Sufre de un incesante deseo de viajar.
(Υποφέρει από μια αδιάκοπη επιθυμία να ταξιδεύει.)
La incesante búsqueda de la verdad es fundamental en el periodismo.
(Η αδιάκοπη αναζήτηση της αλήθειας είναι θεμελιώδης στη δημοσιογραφία.)
En su incesante esfuerzo por aprender, nunca se rinde.
(Στην αδιάκοπη προσπάθειά του να μάθει, δεν τα παρατάει ποτέ.)
Η λέξη "incesante" προέρχεται από το λατινικό "incessans", το οποίο είναι το συμμετοχικό του ρήματος "incessare", που σημαίνει "να επιμένει" ή "να μην σταματά".
Συνώνυμα: - ininterrumpido (αδιάκοπος) - continuo (συνεχής)
Αντώνυμα: - ocasional (περιστασιακός) - interrumpido (διακοπτόμενος)