incidir - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

incidir (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Το "incidir" είναι ρήμα.

Φωνητική μεταγραφή

/insíðiɾ/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία και χρήση

Η λέξη "incidir" χρησιμοποιείται στην ισπανική γλώσσα για να περιγράψει την πράξη του να επηρεάζεις κάτι ή κάποιον. Χρησιμοποιείται σε διάφορους τομείς, όπως στις συζητήσεις για την ιατρική (όταν αναφέρεται στην επίδραση μιας θεραπείας), στη φυσική (σχετικά με τις αλληλεπιδράσεις δυνάμεων) και σε καθημερινές περιστάσεις. Είναι μια λέξη που χρησιμοποιείται τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, με συχνότητα χρήσης που κυμαίνεται.

Παραδείγματα προτάσεων

  1. La decisión que tomemos va a incidir en el resultado final.
  2. Η απόφαση που θα πάρουμε θα επηρεάσει το τελικό αποτέλεσμα.

  3. Es importante incidir en la educación para cambiar la sociedad.

  4. Είναι σημαντικό να επηρεάσουμε την εκπαίδευση για να αλλάξουμε την κοινωνία.

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η λέξη "incidir" χρησιμοποιείται σε αρκετές ιδιωματικές εκφράσεις στην ισπανική γλώσσα:

  1. Incidir en un problema
  2. Es fundamental incidir en un problema para encontrar soluciones.
  3. Είναι θεμελιώδες να επηρεάσουμε ένα πρόβλημα για να βρούμε λύσεις.

  4. Incidir en la opinión pública

  5. Los medios de comunicación pueden incidir en la opinión pública de manera significativa.
  6. Τα μέσα ενημέρωσης μπορούν να επηρεάσουν σημαντικά τη δημόσια γνώμη.

  7. Incidir en las decisiones

  8. Las estadísticas pueden incidir en las decisiones políticas.
  9. Οι στατιστικές μπορεί να επηρεάσουν τις πολιτικές αποφάσεις.

  10. Incidir en la salud

  11. Diversos factores pueden incidir en la salud de una persona.
  12. Διάφοροι παράγοντες μπορεί να επηρεάσουν την υγεία ενός ατόμου.

Ετυμολογία

Η λέξη "incidir" προέρχεται από το λατινικό "incidere", το οποίο σημαίνει "να πέφτω πάνω σε" ή "να χτυπώ". Η σύνθεση περιλαμβάνει το πρόθεμα "in-" (μέσα) και το ρήμα "cadere" (πέφτω).

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - afectar - influir - impactar

Αντώνυμα: - ignorar - desestimar - desatender



22-07-2024