Το "incidir" είναι ρήμα.
/insíðiɾ/
Η λέξη "incidir" χρησιμοποιείται στην ισπανική γλώσσα για να περιγράψει την πράξη του να επηρεάζεις κάτι ή κάποιον. Χρησιμοποιείται σε διάφορους τομείς, όπως στις συζητήσεις για την ιατρική (όταν αναφέρεται στην επίδραση μιας θεραπείας), στη φυσική (σχετικά με τις αλληλεπιδράσεις δυνάμεων) και σε καθημερινές περιστάσεις. Είναι μια λέξη που χρησιμοποιείται τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, με συχνότητα χρήσης που κυμαίνεται.
Η απόφαση που θα πάρουμε θα επηρεάσει το τελικό αποτέλεσμα.
Es importante incidir en la educación para cambiar la sociedad.
Η λέξη "incidir" χρησιμοποιείται σε αρκετές ιδιωματικές εκφράσεις στην ισπανική γλώσσα:
Είναι θεμελιώδες να επηρεάσουμε ένα πρόβλημα για να βρούμε λύσεις.
Incidir en la opinión pública
Τα μέσα ενημέρωσης μπορούν να επηρεάσουν σημαντικά τη δημόσια γνώμη.
Incidir en las decisiones
Οι στατιστικές μπορεί να επηρεάσουν τις πολιτικές αποφάσεις.
Incidir en la salud
Η λέξη "incidir" προέρχεται από το λατινικό "incidere", το οποίο σημαίνει "να πέφτω πάνω σε" ή "να χτυπώ". Η σύνθεση περιλαμβάνει το πρόθεμα "in-" (μέσα) και το ρήμα "cadere" (πέφτω).
Συνώνυμα: - afectar - influir - impactar
Αντώνυμα: - ignorar - desestimar - desatender