Η λέξη "incienso" είναι ουσιαστικό.
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "incienso" με χρήση διεθνούς φωνητικού αλφάβητου (IPA) είναι: /inˈθjenso/
Η λέξη "incienso" μεταφράζεται στα ελληνικά ως: - λιβάνι - θυμίαμα
Η λέξη "incienso" αναφέρεται σε μια ουσία που καίγεται για να παράγει άρωμα, συχνά χρησιμοποιούμενη σε θρησκευτικές ή πνευματικές τελετές. Το λιβάνι χρησιμοποιείται επίσης για αρωματισμό χώρων και μπορεί να έχει θεραπευτικές ιδιότητες. Στη γλώσσα των Ισπανών, χρησιμοποιείται τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, καθώς οι τελετές που σχετίζονται με το λιβάνι είναι συχνές.
Me gusta encender incienso mientras medito.
Μου αρέσει να ανάβω λιβάνι ενώ διαλογίζομαι.
El incienso tiene un aroma muy agradable.
Το λιβάνι έχει μια πολύ ευχάριστη μυρωδιά.
En muchas ceremonias religiosas se utiliza incienso.
Σε πολλές θρησκευτικές τελετές χρησιμοποιείται λιβάνι.
Η λέξη "incienso" μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε αρκετές ιδιωματικές εκφράσεις. Μερικές από αυτές είναι:
"Echar incienso a la hoguera."
Ρίχνω λιβάνι στη φωτιά. (Σημαίνει ότι προσθέτω κάτι για να ενισχύσω την κατάσταση ή να την κάνω καλύτερη.)
"No huele a incienso."
Δεν μυρίζει λιβάνι. (Χρησιμοποιείται για να δηλώσει ότι κάτι δεν είναι όπως αναμενόταν ή ότι δεν έχει καμία πνευματική διάσταση.)
"Vender incienso."
Πουλάω λιβάνι. (Αυτή η έκφραση μπορεί να χρησιμοποιηθεί μεταφορικά για να αναφερθεί σε κάποιον που εκμεταλλεύεται πνευματικά ή θρησκευτικά θέματα για κέρδος.)
"Incienso en el aire."
Λιβάνι στον αέρα. (Μπορεί να αναφέρεται σε ένα περιβάλλον γεμάτο πνευματικότητα ή θετικότητα.)
"Todo a incienso."
Όλα σαν λιβάνι. (Αυτή η έκφραση σημαίνει ότι όλα είναι ήρεμα ή αρμονικά.)
Η λέξη "incienso" προέρχεται από το λατινικό "incensum", που σημαίνει "καπνός" ή "λιβάνι". Το "incensum" είναι το παθητικό του ρήματος "incendere", που σημαίνει "να σβώσω ή να κάψω".