Το "incierto" είναι επίθετο.
/inˈθjeɾto/
Η λέξη "incierto" χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι που δεν είναι βέβαιο ή σαφές. Συχνά αναφέρεται σε καταστάσεις ή γεγονότα που έχουν αμφιβολία ή που δεν είναι ξεκάθαρα. Στην ισπανική γλώσσα, μπορεί να χρησιμοποιηθεί και σε προφορικό και σε γραπτό λόγο, με σχετικά υψηλή συχνότητα στο καθημερινό λεξιλόγιο.
Η οικονομική κατάσταση είναι αβέβαιη.
Sus intenciones son inciertas.
Οι προθέσεις του είναι αβέβαιες.
En tiempos inciertos, es mejor estar preparado.
Η λέξη "incierto" μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις στην ισπανική γλώσσα που υποδηλώνουν αβεβαιότητα ή ρίσκο.
Όλοι ανησυχούν για το αβέβαιο μέλλον της οικονομίας.
Vivir en la incertidumbre
Es difícil vivir en la incertidumbre cuando no sabes qué pasará mañana. (Είναι δύσκολο να ζεις στην αβεβαιότητα όταν δεν ξέρεις τι θα συμβεί αύριο.)
Crear incertidumbre
Su comportamiento puede crear incertidumbre en el equipo. (Η συμπεριφορά του μπορεί να δημιουργήσει αβεβαιότητα στην ομάδα.)
Incertidumbre política
La incertidumbre política afecta a la inversión extranjera. (Η πολιτική αβεβαιότητα επηρεάζει τις ξένες επενδύσεις.)
Causar incertidumbre
Η λέξη "incierto" προέρχεται από το λατινικό "incertus", το οποίο σημαίνει "μη βέβαιος" ή "αβέβαιος". Το "in-" είναι πρόθεμα αρνητικό και το "certus" σημαίνει "σίγουρος".
Συνώνυμα: - Dubitativo - Indeciso - Inseguro
Αντώνυμα: - Cierto (σίγουρος) - Seguro (ασφαλής)