Η λέξη "incisivo" είναι επίθετο στην ισπανική γλώσσα.
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "incisivo" είναι /in.siˈsi.βo/.
Η λέξη "incisivo" χρησιμοποιείται κυρίως για να περιγράψει: 1. Δόντια που είναι ειδικά σχεδιασμένα να κόβουν τροφές, όπως τα κοπτήρια στην οδοντολογία. 2. Μεταφορικά, μπορεί να αναφέρεται σε κάτι ή κάποιον που είναι διαπεραστικός ή έχει έντονη επιρροή.
Η συχνότητα χρήσης του "incisivo" είναι μέτρια και χρησιμοποιείται τόσο σε γραπτό όσο και σε προφορικό λόγο, συχνά σε ιατρικά ή επιστημονικά πλαίσια, αλλά και σε καθημερινές συζητήσεις που σχετίζονται με τη γλώσσα και την επικοινωνία.
Los dientes incisivos son importantes para cortar los alimentos.
(Τα κοπτήρια είναι σημαντικά για το κόψιμο των τροφών.)
Su crítica fue incisiva y dejó huella en el debate.
(Η κριτική του ήταν διαπεραστική και άφησε αποτύπωμα στη συζήτηση.)
Η λέξη "incisivo" χρησιμοποιείται λιγότερο σε καθιερωμένες ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να παρατηρηθούν κάποιες χρήσεις που αναφέρονται στον τρόπο που εκφράζεται κάποιος.
Tener un discurso incisivo.
(Να έχεις έναν διαπεραστικό λόγο.)
Χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάποιον που μιλά με δύναμη και πειθώ.
Ser incisivo en la crítica.
(Να είσαι διαπεραστικός στην κριτική.)
Αναφέρεται σε κάποιον που είναι αυστηρός ή πολύ ακριβής στην ανάλυση του.
Un análisis incisivo de la situación.
(Μια διαπεραστική ανάλυση της κατάστασης.)
Χρησιμοποιείται για να υποδείξει ότι η ανάλυση έχει βάθος και οξυδέρκεια.
Η λέξη "incisivo" προέρχεται από το λατινικό "incisivus", που σήμαινε "κοπτικός" ή "ό,τι κόβει", από το ρήμα "incidere", που σημαίνει "να κόβω", "να διαπερνώ".
Συνώνυμα: - Cortante (κοπτικός) - Agudo (οξύς)
Αντώνυμα: - Romo (αμβλύς) - Sordo (κουφό)
Αυτή είναι μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή ανάλυση της λέξης "incisivo" στη γλώσσα Ισπανικά.