Το "incitar" είναι ρήμα.
Φωνητική μεταγραφή: /inˈθitaɾ/
Η λέξη "incitar" σημαίνει να ενθαρρύνεις ή να προτρέπεις κάποιον να κάνει κάτι, συνήθως με μία προτροπή ή πίεση. Χρησιμοποιείται συχνά στη νομική και κοινωνική γλώσσα για να αναφερθεί σε καταστάσεις όπου οι ενέργειες ενός ατόμου παρακινούν άλλους να δράσουν, διαταράσσοντας την ήρεμη κατάσταση ή πυροδοτώντας αντιπαραθέσεις. Είναι μια λέξη που χρησιμοποιείται τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, αν και μπορεί να είναι πιο συχνή σε νομικά ή επίσημα κείμενα.
Το μανιφέστο προέτρεψε για μια ειρηνική διαμαρτυρία.
No se debe incitar a la violencia en ninguna situación.
Η λέξη "incitar" δεν είναι ευρέως χρησιμοποιούμενη σε ιδιωματικές εκφράσεις, ωστόσο υπάρχουν μερικές περιπτώσεις όπου εκφράζονται παρόμοιες έννοιες:
Η προτροπή για βία είναι έγκλημα.
Se incita a la juventud a involucrarse en la política.
Ενθαρρύνουμε τη νεολαία να εμπλακεί στην πολιτική.
No incites a la gente contra el gobierno.
Μην προτρέπεις τον κόσμο ενάντια στην κυβέρνηση.
La música puede incitar emociones profundas.
Η μουσική μπορεί να προκαλέσει βαθιά συναισθήματα.
Es importante no incitar al odio entre comunidades.
Η λέξη "incitar" προέρχεται από το λατινικό "incitare," που σημαίνει "να παρακινώ, να ενθαρρύνω."
Συνώνυμα: - provocar (προκαλώ) - estimular (ενθαρρύνω) - animar (ενθουσιάζω)
Αντώνυμα: - desalentar (αποθαρρύνω) - desmotivar (απογοητεύω) - inhibir (αναστέλλω)