incitar - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

incitar (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Το "incitar" είναι ρήμα.

Φωνητική μεταγραφή

Φωνητική μεταγραφή: /inˈθitaɾ/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικά

Σημασία της λέξης

Η λέξη "incitar" σημαίνει να ενθαρρύνεις ή να προτρέπεις κάποιον να κάνει κάτι, συνήθως με μία προτροπή ή πίεση. Χρησιμοποιείται συχνά στη νομική και κοινωνική γλώσσα για να αναφερθεί σε καταστάσεις όπου οι ενέργειες ενός ατόμου παρακινούν άλλους να δράσουν, διαταράσσοντας την ήρεμη κατάσταση ή πυροδοτώντας αντιπαραθέσεις. Είναι μια λέξη που χρησιμοποιείται τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, αν και μπορεί να είναι πιο συχνή σε νομικά ή επίσημα κείμενα.

Παραδείγματα προτάσεων

  1. El manifiesto incitó a la protesta pacífica.
  2. Το μανιφέστο προέτρεψε για μια ειρηνική διαμαρτυρία.

  3. No se debe incitar a la violencia en ninguna situación.

  4. Δεν πρέπει να προκληθεί βία σε καμία κατάσταση.

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η λέξη "incitar" δεν είναι ευρέως χρησιμοποιούμενη σε ιδιωματικές εκφράσεις, ωστόσο υπάρχουν μερικές περιπτώσεις όπου εκφράζονται παρόμοιες έννοιες:

  1. Incitar a la violencia es un delito.
  2. Η προτροπή για βία είναι έγκλημα.

  3. Se incita a la juventud a involucrarse en la política.

  4. Ενθαρρύνουμε τη νεολαία να εμπλακεί στην πολιτική.

  5. No incites a la gente contra el gobierno.

  6. Μην προτρέπεις τον κόσμο ενάντια στην κυβέρνηση.

  7. La música puede incitar emociones profundas.

  8. Η μουσική μπορεί να προκαλέσει βαθιά συναισθήματα.

  9. Es importante no incitar al odio entre comunidades.

  10. Είναι σημαντικό να μην προτρέπουμε μίσος μεταξύ κοινοτήτων.

Ετυμολογία

Η λέξη "incitar" προέρχεται από το λατινικό "incitare," που σημαίνει "να παρακινώ, να ενθαρρύνω."

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - provocar (προκαλώ) - estimular (ενθαρρύνω) - animar (ενθουσιάζω)

Αντώνυμα: - desalentar (αποθαρρύνω) - desmotivar (απογοητεύω) - inhibir (αναστέλλω)



22-07-2024