Η λέξη "inclemencia" είναι ουσιαστικό θηλυκού γένους.
Φωνητική μεταγραφή: [inkleˈmenθja]
Η λέξη "inclemencia" χρησιμοποιείται για να περιγράψει συνθήκες ή καταστάσεις που είναι σκληρές ή αυστηρές, όπως η κακοκαιρία, ή για να αναφερθεί σε συναισθηματικές ή ηθικές πτυχές ενός ατόμου ή μιας κατάστασης, όταν είναι αδιάφορες ή σκληρές. Είναι πιο συχνά χρησιμοποιούμενη σε γραπτές κείμενα παρά στον προφορικό λόγο.
La inclemencia del tiempo hizo que muchos eventos se cancelaran.
(Η σκληρότητα του καιρού έκανε πολλούς εκδηλώσεις να ακυρωθούν.)
Su actitud de inclemencia hacia los demás le costó muchas amistades.
(Η στάση του σχετικά με την αυστηρότητα προς τους άλλους του κόστισε πολλές φιλίες.)
Η λέξη "inclemencia" μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε κάποιες ιδιωματικές εκφράσεις ή εκφράσεις:
Durante el invierno, las inclementes condiciones climáticas dificultan el transporte.
(Κατά τη διάρκεια του χειμώνα, οι σκληρές καιρικές συνθήκες δυσκολεύουν τις μεταφορές.)
Inclemencia de la vida
(Σκληρότητα της ζωής)
A veces, la inclemencia de la vida nos enseña lecciones valiosas.
(Μερικές φορές, η σκληρότητα της ζωής μας διδάσκει πολύτιμα μαθήματα.)
No se puede soportar la inclemencia
(Δεν μπορεί να αντέξει τη σκληρότητα)
Η λέξη "inclemencia" προέρχεται από το λατινικό "inclementia", το οποίο σημαίνει "σκληρότητα" ή "ακαμψία". Ο πρόθεμα "in-" σημαίνει "όχι", ενώ η ρίζα "-clementia" είναι συνδεδεμένη με την ιδέα της ελεημοσύνης ή της καλοσύνης.
Συνώνυμα: - severidad - rigor - dureza
Αντώνυμα: - clemencia - suavidad - benevolencia