Η λέξη "inclinar" σημαίνει να γέρνει ή να κλίνει κάτι σε μια ορισμένη κατεύθυνση. Χρησιμοποιείται συχνά για να περιγράψει τη φυσική κίνηση αντικειμένων ή τη μεταφορά κατεύθυνσης σκέψης ή συμπεριφοράς.
Συχνότητα χρήσης: Είναι μια συνηθισμένη λέξη στην ισπανική γλώσσα, που χρησιμοποιείται τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, αλλά με περισσότερη συχνότητα στον γραπτό λόγο.
Παραδείγματα προτάσεων
La torre comenzó a inclinarse después del terremoto.
Ο πύργος άρχισε να κλίνει μετά τον σεισμό.
Voy a inclinarme para recoger el lápiz.
Θα σκύψω για να μαζέψω το μολύβι.
Ιδιωματικές εκφράσεις
Η λέξη "inclinar" χρησιμοποιείται σε πολλές ιδιωματικές εκφράσεις:
Inclinar la balanza
(Γέρνω την πλάστιγγα) - Αναφέρεται στην εκ των προτέρων επίδραση ή τον προσανατολισμό ενός αποτελέσματος.
Στα ελληνικά: Προκαλώ να κριθεί υπέρ του ενός μέρους.
Inclinarse ante alguien
(Κλίνω μπροστά σε κάποιον) - Σημαίνει να δείχνεις σεβασμό ή υποταγή.
Στα ελληνικά: Υποκύπτω σε κάποιον.
Inclinar la cabeza
(Γέρνω το κεφάλι) - Συμβολίζει τη νίκη ή την παραδοχή.
Στα ελληνικά: Γέρνω το κεφάλι σε ένδειξη σεβασμού.
Inclinarse hacia una idea
(Κλίνω προς μια ιδέα) - Σημαίνει να προτιμώ μια συγκεκριμένη άποψη.
Στα ελληνικά: Υποστηρίζω μια ιδέα.
Ετυμολογία
Η λέξη "inclinar" προέρχεται από το λατινικό "inclinare", το οποίο αποτελείται από την πρόθεση "in-" (μέσα) και το ρήμα "clinare" (κλίνω, γέρνω).