Το "inclinarse" είναι ρήμα.
Φωνητική μεταγραφή με χρήση διεθνούς φωνητικού αλφαβήτου: /iŋ.kliˈnaɾ.se/
Η λέξη "inclinarse" σημαίνει "να κλίνει" ή "να υποταχθεί". Χρησιμοποιείται κυρίως για να περιγράψει τη φυσική κίνηση κάποιου ή κάποιου πράγματος που γέρνει σε μια κατεύθυνση. Επίσης, μπορεί να υποδηλώνει μια ψυχολογική ή κοινωνική στάση, όπως η υποταγή ή η προτίμηση σε μια ιδέα ή άτομο. Είναι μια λέξη που χρησιμοποιείται τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, με ενδεχομένως μεγαλύτερη συχνότητα στον γραπτό λόγω της ποικιλίας των αναφορών σε κείμενα που αναφέρονται σε φυσικές ή κοινωνικές κλίσεις.
Η λέξη "inclinarse" χρησιμοποιείται και σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις:
(Πάντα κλίνω υπέρ της δικαιοσύνης.)
Inclinarse ante la autoridad
(Είναι απαραίτητο να υποτάσσεσαι στην εξουσία για να διατηρείς την τάξη.)
Inclinarse por la opción más segura
Η λέξη "inclinarse" προέρχεται από τη λατινική λέξη "inclinare", που σημαίνει "να κλίνει" ή "να γυρίζει".
Συνώνυμα: - Doblar (να διπλώνει) - Ceder (να παραχωρεί)
Αντώνυμα: - Enderezar (να ευθυγραμμίζει) - Mantenerse erguido (να παραμένει όρθιο)