Το "incluir" είναι ρήμα.
Φωνητική μεταγραφή του "incluir" στο διεθνές φωνητικό αλφάβητο (IPA): /iŋ.kluˈiɾ/
Η λέξη "incluir" σημαίνει να προσθέτεις κάτι μέσα σε ένα σύνολο ή σε μια ομάδα. Χρησιμοποιείται συχνά για να υποδηλώσει τη διαδικασία της προσθήκης ατόμων, αντικειμένων ή πληροφοριών σε μια λίστα ή σε μια κατηγορία. Η συχνότητα χρήσης της είναι υψηλή, τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, ενώ χρησιμοποιείται συχνά σε νομικά και γενικά συμφραζόμενα.
Είναι σημαντικό να περιλάβεις όλα τα δεδομένα στην αναφορά.
Vamos a incluir a nuestros amigos en la cena de mañana.
Η λέξη "incluir" χρησιμοποιείται σε αρκετές ιδιωματικές εκφράσεις, κυρίως σε περιπτώσεις που αναφέρονται στον τρόπο που κάτι πρέπει να είναι μέρος ενός συνόλου.
Να περιλάβεις κάποιον σε ένα progetto.
Incluir todos los aspectos de un problema.
Να περιλάβεις όλες τις πτυχές ενός προβλήματος.
Incluir la diversidad en la educación.
Να περιλάβεις την ποικιλομορφία στην εκπαίδευση.
Es crucial incluir diferentes perspectivas en la discusión.
Είναι καθοριστικό να περιλάβεις διαφορετικές προοπτικές στη συζήτηση.
Incluir el respeto en la convivencia.
Η λέξη "incluir" προέρχεται από το λατινικό "includere", που σημαίνει "να κλείνεις μέσα", "να περιορίζεις". Το "in" σημαίνει "μέσα" και το "claudere" σημαίνει "κλείνω".
Συνώνυμα: - agrupar - añadir - incorporar
Αντώνυμα: - excluir - rechazar - eliminar