incluir - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

incluir (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Το "incluir" είναι ρήμα.

Φωνητική μεταγραφή

Φωνητική μεταγραφή του "incluir" στο διεθνές φωνητικό αλφάβητο (IPA): /iŋ.kluˈiɾ/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της λέξης

Η λέξη "incluir" σημαίνει να προσθέτεις κάτι μέσα σε ένα σύνολο ή σε μια ομάδα. Χρησιμοποιείται συχνά για να υποδηλώσει τη διαδικασία της προσθήκης ατόμων, αντικειμένων ή πληροφοριών σε μια λίστα ή σε μια κατηγορία. Η συχνότητα χρήσης της είναι υψηλή, τόσο στον προφορικό όσο και στον γραπτό λόγο, ενώ χρησιμοποιείται συχνά σε νομικά και γενικά συμφραζόμενα.

Παραδείγματα προτάσεων

  1. Es importante incluir todos los datos en el informe.
  2. Είναι σημαντικό να περιλάβεις όλα τα δεδομένα στην αναφορά.

  3. Vamos a incluir a nuestros amigos en la cena de mañana.

  4. Θα περιλάβουμε τους φίλους μας στο δείπνο του αύριο.

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η λέξη "incluir" χρησιμοποιείται σε αρκετές ιδιωματικές εκφράσεις, κυρίως σε περιπτώσεις που αναφέρονται στον τρόπο που κάτι πρέπει να είναι μέρος ενός συνόλου.

Παραδείγματα ιδιωματικών εκφράσεων

  1. Incluir a alguien en un proyecto.
  2. Να περιλάβεις κάποιον σε ένα progetto.

  3. Incluir todos los aspectos de un problema.

  4. Να περιλάβεις όλες τις πτυχές ενός προβλήματος.

  5. Incluir la diversidad en la educación.

  6. Να περιλάβεις την ποικιλομορφία στην εκπαίδευση.

  7. Es crucial incluir diferentes perspectivas en la discusión.

  8. Είναι καθοριστικό να περιλάβεις διαφορετικές προοπτικές στη συζήτηση.

  9. Incluir el respeto en la convivencia.

  10. Να περιλάβεις τον σεβασμό στη συνύπαρξη.

Ετυμολογία της λέξης

Η λέξη "incluir" προέρχεται από το λατινικό "includere", που σημαίνει "να κλείνεις μέσα", "να περιορίζεις". Το "in" σημαίνει "μέσα" και το "claudere" σημαίνει "κλείνω".

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - agrupar - añadir - incorporar

Αντώνυμα: - excluir - rechazar - eliminar



22-07-2024