Η λέξη "inclusive" είναι επι/adverb.
Φωνητική μεταγραφή: /inˈklusiβe/
Η λέξη "inclusive" χρησιμοποιείται για να υποδηλώσει κάτι που περιλαμβάνει όλα τα μέρη ή τις κατηγορίες ή ότι οι διάφοροι άνθρωποι ή ομάδες είναι ακροατές ή μέρος μιας διαδικασίας. Στην ισπανική γλώσσα, χρησιμοποιείται κυρίως σε κοινωνικά θέματα, εκπαίδευση και πολιτική για να τονιστεί η σημασία της συμμετοχής όλων.
Παραδείγματα προτάσεων:
Η πολιτική της κυβέρνησης είναι πολύ συμπεριληπτική για όλες τις κοινότητες.
Es importante tener un enfoque inclusive en la educación.
Είναι σημαντικό να έχουμε μια συμπεριληπτική προσέγγιση στην εκπαίδευση.
Su enfoque inclusivo atrae a muchas personas.
Η λέξη "inclusive" μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διαφορετικές ιδιωματικές εκφράσεις που προβάλλουν τη σημασία της συμμετοχής και αποδοχής.
Το τραπέζι είναι συμπεριληπτικό για όλα τα μέλη της οικογένειας.
El trabajo en equipo debe ser siempre inclusivo.
Η ομαδική εργασία πρέπει πάντα να είναι συμπεριληπτική.
Nuestro club es un espacio inclusivo donde todos son bienvenidos.
Ο σύλλογός μας είναι ένας συμπεριληπτικός χώρος όπου όλοι είναι ευπρόσδεκτοι.
La reunión fue inclusiva, invitando a todos los grupos a participar.
Η συνάντηση ήταν συμπεριληπτική, προσκαλώντας όλες τις ομάδες να συμμετάσχουν.
Se propone un enfoque inclusivo en las políticas de salud.
Προτείνεται μια συμπεριληπτική προσέγγιση στις πολιτικές υγείας.
El diseño del programa es inclusivo para todas las edades.
Η λέξη "inclusive" προέρχεται από το λατινικό "inclusivus", το οποίο σημαίνει "ό,τι περιλαμβάνεται". Από το "includere" που σημαίνει "να περιλαμβάνω".
Συνώνυμα: - integrador - abarcativo - acogedor
Αντώνυμα: - exclusivo - limitado - sectario