Adjetivo (Επίθετο)
/in.kluˈsi.βo/
Η λέξη "inclusivo" χρησιμοποιείται για να περιγράψει κάτι που περιλαμβάνει ή ενσωματώνει διάφορες κατηγορίες, ομάδες ή άτομα, χωρίς αποκλεισμούς. Συνήθως χρησιμοποιείται σε κοινωνικά και πολιτικά πλαίσια για να αναφερθεί σε πρακτικές ή πολιτικές που προάγουν την ισότητα και τη συμμετοχή όλων, ανεξαρτήτως φύλου, φυλής, θρησκείας κ.λπ.
Είναι πιο συχνά χρησιμοποιούμενη στον γραπτό λόγο, ιδιαίτερα σε ακαδημαϊκά κείμενα, κοινωνικές μελέτες, και πολιτικές δηλώσεις.
Η συμπεριληπτική εκπαίδευση είναι θεμελιώδης για την ανάπτυξη μιας ισότιμης κοινωνίας.
Muchas organizaciones están adoptando un enfoque inclusivo para sus políticas de contratación.
Πολλές οργανώσεις υιοθετούν μια περιληπτική προσέγγιση για τις πολιτικές πρόσληψής τους.
El lenguaje inclusivo busca evitar la discriminación y promover la igualdad de género.
Η λέξη "inclusivo" συχνά χρησιμοποιείται σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις που σχετίζονται με την έννοια της συμμετοχής και της αποδοχής.
"Μια περιληπτική προσέγγιση είναι το κλειδί για την επιτυχία ενός έργου."
"Debemos asegurarnos de que todos se sientan incluidos en el proceso decisorio."
"Πρέπει να διασφαλίσουμε ότι όλοι θα αισθάνονται συμπεριληπτικοί στη διαδικασία λήψης αποφάσεων."
"La diversidad es un valor inclusivo que enriquece nuestra cultura."
"Η ποικιλομορφία είναι μια περιληπτική αξία που εμπλουτίζει τον πολιτισμό μας."
"Es importante crear espacios de trabajo inclusivos donde todos se sientan bienvenidos."
"Είναι σημαντικό να δημιουργήσουμε περιβάλλοντα εργασίας όπου όλοι θα αισθάνονται καλοδεχούμενοι."
"Las políticas inclusivas promueven un ambiente de respeto y colaboración."
Η λέξη "inclusivo" προέρχεται από το λαικό λατινικό "inclusivus", το οποίο σημαίνει "αυτό που περιλαμβάνει". Αποτελείται από το πρόθημα "in-" (μέσα) και το "claudere" (κλείνω), υποδηλώνοντας την έννοια του "κλείνω μέσα" ή "περιλαμβάνω".
Συνώνυμα: - integrador - comprensivo - abarcador
Αντώνυμα: - exclusivo - selectivo - limitado