incoar - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

incoar (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Αυτή η λέξη είναι ρηματική (ρήμα).

Φωνητική μεταγραφή

Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "incoar" στο διεθνές φωνητικό αλφάβητο είναι: [iŋˈkoar].

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Η λέξη "incoar" μπορεί να μεταφραστεί στα Ελληνικά ως: - Έναρξη - Ξεκίνημα - Εκκίνηση - Καταχώρηση

Σημασία της λέξης

Η λέξη "incoar" σημαίνει τη διαδικασία της έναρξης ή της καταχώρισης μιας διαδικασίας, ειδικά σε νομικό πλαίσιο. Συχνά χρησιμοποιείται για να αναφερθεί σε νομικές διαδικασίες, όπως η υποβολή προσφυγής ή η αρχική καταχώρηση μιας υπηρεσίας στο δικαστήριο. Αυτή η λέξη έχει συχνή χρήση σε νομικά κείμενα, αλλά λιγότερο στον προφορικό λόγο.

Παραδειγματικές προτάσεις

  1. El abogado decidió incoar un procedimiento judicial.
  2. Ο δικηγόρος αποφάσισε να ξεκινήσει μια δικαστική διαδικασία.

  3. Es importante incoar la demanda antes de que se acabe el plazo.

  4. Είναι σημαντικό να καταχωρηθεί η αγωγή πριν λήξει η προθεσμία.

  5. La empresa tuvo que incoar el registro de la marca ante la oficina correspondiente.

  6. Η εταιρεία έπρεπε να καταχωρήσει την επωνυμία της στην αρμόδια υπηρεσία.

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η λέξη "incoar" δεν συχνά χρησιμοποιείται σε πολύ γνωστές ιδιωματικές εκφράσεις. Ωστόσο, μπορεί να εμφανιστεί σε νομικά συμφραζόμενα.

  1. Incoar una denuncia es el primer paso para la justicia.
  2. Η καταχώριση μιας καταγγελίας είναι το πρώτο βήμα για τη δικαιοσύνη.

  3. En caso de desacuerdo, puedes incoar un recurso administrativo.

  4. Σε περίπτωση διαφωνίας, μπορείς να ξεκινήσεις μια διοικητική προσφυγή.

  5. Es esencial incoar las acciones legales correctas para proteger tus derechos.

  6. Είναι ουσιαστικό να ξεκινήσεις τις σωστές νομικές ενέργειες για να προστατέψεις τα δικαιώματά σου.

Ετυμολογία της λέξης

Η λέξη "incoar" προέρχεται από το λατινικό "incohare", το οποίο σημαίνει "να αρχίσει" ή "να εγκαινιάσει".

Συνώνυμα και Αντώνυμα



23-07-2024