Το "incomodar" είναι ρήμα.
Η φωνητική μεταγραφή του "incomodar" με χρήση διεθνούς φωνητικού αλφαβήτου είναι: /inkoˈmoðaɾ/.
Η λέξη "incomodar" σημαίνει να προκαλέσεις δυσφορία ή δυσκολία σε κάποιον ή σε κάτι. Χρησιμοποιείται συχνά στον προφορικό λόγο, αλλά και στο γραπτό κείμενο, κυρίως σε περιπτώσεις όπου κάποιος ή κάτι προκαλεί πρόβλημα ή ενόχληση.
Me incomoda cuando hablas tan alto.
Μου προκαλεί ενόχληση όταν μιλάς τόσο δυνατά.
No quiero incomodar a mis amigos con mis problemas.
Δεν θέλω να ενοχλήσω τους φίλους μου με τα προβλήματά μου.
Esa silla incómoda me es muy difícil de usar.
Αυτή η άβολη καρέκλα μου είναι πολύ δύσκολη στη χρήση.
Η λέξη "incomodar" μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε διάφορες ιδιωματικές εκφράσεις, όπως οι παρακάτω:
Incomodarse por algo
No deberías incomodarte por cosas pequeñas.
Δεν θα έπρεπε να ενοχλείσαι για μικροπράγματα.
Incomodar a alguien sin querer
A veces se dificulta que no incomode a alguien sin querer.
Κάποιες φορές είναι δύσκολο να μην ενοχλήσεις κάποιον χωρίς να το θέλεις.
Incomodar con la verdad
A veces, incomodar con la verdad es necesario para el bienestar de otros.
Κάποιες φορές, η ενοχλητική αλήθεια είναι απαραίτητη για την ευημερία των άλλων.
Incomodar en la conversación
Tu comentario incomoda en la conversación sobre el clima.
Το σχόλιό σου είναι ενοχλητικό στη συζήτηση για τον καιρό.
Η λέξη "incomodar" προέρχεται από το προθεματικό "in-" (που δηλώνει άρνηση) και το "comodar", που σημαίνει "να διευκολύνω" ή "να κάνω άνετο". Έτσι, η ετυμολογία της δηλώνει "να μην διευκολύνω" ή "να μην κάνω εύκολο".
Συνώνυμα - molestar - perturbar - fastidiar
Αντώνυμα - acomodar - facilitar - tranquilizar