Η λέξη incomodidad είναι ουσιαστικό (sustantivo).
Φωνητική μεταγραφή (IPA): /inkomoðidad/
Η λέξη incomodidad αναφέρεται σε μια κατάσταση ή αίσθηση δυσφορίας ή ενόχλησης. Μπορεί να χρησιμοποιείται για να περιγράψει σωματική ή ψυχική ενόχληση, όπως π.χ. να νιώθουμε άβολα σε μια κατάσταση ή σε ένα συγκεκριμένο μέρος. Στη γλώσσα των Ισπανικών, χρησιμοποιείται αρκετά συχνά, ειδικά σε προφορικό λόγο, καθώς οι άνθρωποι συχνά εκφράζουν τις αίσθησές τους αναφορικά με την άνεση ή τη δυσφορία.
"Η δυσφορία στην καρέκλα με έκανε να αλλάξω θέση."
"Sentí una incomodidad al hablar con desconocidos."
"Ένιωσα μια ενόχληση όταν μίλησα με αγνώστους."
"La incomodidad de estar en un lugar ruidoso es difícil de soportar."
Η λέξη incomodidad δεν χρησιμοποιείται πολύ σε ιδιωματικές εκφράσεις, αλλά υπάρχουν κάποιες εκφράσεις που την περιλαμβάνουν ή την εκφράζουν με διαφορετικούς τρόπους.
"Δεν υπάρχει δυσφορία που να μην μπορεί να λυθεί."
"Vivió en una constante incomodidad debido a su situación."
"Έζησε σε μια συνεχόμενη δυσφορία λόγω της κατάστασής του."
"La incomodidad del viaje se vio compensada por la belleza del paisaje."
Η λέξη incomodidad προέρχεται από το λατινικό incomoditas, το οποίο αποτελείται από το πρόθεμα in- (που δηλώνει άρνηση) και τη λέξη comoditas (που σημαίνει άνεση).
Αυτές οι πληροφορίες προσφέρουν μια λεπτομερή κατανόηση της λέξης incomodidad και τα συμφραζόμενά της στην ισπανική γλώσσα.