incompatibilidad - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT

incompatibilidad (ισπανικά) - έννοια, ορισμός, μετάφραση, προφορά


Μέρος του λόγου

Αφηρημένο ουσιαστικό.

Φωνητική μεταγραφή

/inkompatibiliˈðað/

Επιλογές μετάφρασης για Ελληνικό

Σημασία της λέξης

Η λέξη "incompatibilidad" αναφέρεται σε μια κατάσταση ή ιδιότητα όπου δύο ή περισσότερα πράγματα δεν μπορούν να συνυπάρξουν ή να λειτουργήσουν ιδανικά μαζί. Χρησιμοποιείται συχνά σε νομικά και ιατρικά κείμενα, καθώς και σε καθημερινές καταστάσεις που αναφέρονται σε σχέσεις, επικοινωνία ή τεχνολογία. Η συχνότητα χρήσης της είναι σχετικά υψηλή, και φαίνεται περισσότερο σε γραπτά κείμενα παρά στον προφορικό λόγο.

Παραδείγματα προτάσεων

  1. La incompatibilidad entre las partes es evidente.
  2. Η ασυμβατότητα μεταξύ των μερών είναι προφανής.

  3. La incompatibilidad de los medicamentos puede ser peligrosa.

  4. Η ασυμβατότητα των φαρμάκων μπορεί να είναι επικίνδυνη.

Ιδιωματικές εκφράσεις

Η λέξη "incompatibilidad" χρησιμοποιείται περιοδικά σε αρκετές ιδιωματικές εκφράσεις στην ισπανική γλώσσα:

  1. "Incompatibilidad de caracteres"
  2. Αναφέρεται σε σχέσεις όπου οι χαρακτήρες των ατόμων είναι ασύμβατοι.
  3. Η ασυμβατότητα χαρακτήρων μπορεί να προκαλέσει προβλήματα σε έναν γάμο.
  4. La incompatibilidad de caracteres puede causar problemas en un matrimonio.

  5. "Incompatibilidad cultural"

  6. Αναφέρεται σε καταστάσεις όπου πολιτισμικές διαφορές εμποδίζουν την καλή επικοινωνία.
  7. La incompatibilidad cultural puede generar malentendidos.*
  8. Η πολιτισμική ασυμβατότητα μπορεί να προκαλέσει παρεξηγήσεις.

  9. "Incompatibilidad de intereses"

  10. Χρησιμοποιείται για να δείξει ότι τα συμφέροντα των εμπλεκομένων δεν συμβαδίζουν.
  11. La incompatibilidad de intereses afectó las negociaciones.
  12. Η ασυμβατότητα συμφερόντων επηρέασε τις διαπραγματεύσεις.

Ετυμολογία της λέξης

Η λέξη "incompatibilidad" προέρχεται από την λατινική λέξη incompatibilitas, η οποία σχηματίζεται από το πρόθεμα "in-" (όχι) και τη ρίζα "compatibilis" (που μπορεί να συμβαδίζει ή να συμφωνεί).

Συνώνυμα και Αντώνυμα

Συνώνυμα: - desacuerdo (διαφωνία) - discrepancia (διαφορά) - desavenencia (διαφωνία)

Αντώνυμα: - compatibilidad (συμβατότητα) - acuerdo (συμφωνία) - conformidad (συμμόρφωση)



23-07-2024