Αφηρημένο ουσιαστικό.
/inkompatibiliˈðað/
Η λέξη "incompatibilidad" αναφέρεται σε μια κατάσταση ή ιδιότητα όπου δύο ή περισσότερα πράγματα δεν μπορούν να συνυπάρξουν ή να λειτουργήσουν ιδανικά μαζί. Χρησιμοποιείται συχνά σε νομικά και ιατρικά κείμενα, καθώς και σε καθημερινές καταστάσεις που αναφέρονται σε σχέσεις, επικοινωνία ή τεχνολογία. Η συχνότητα χρήσης της είναι σχετικά υψηλή, και φαίνεται περισσότερο σε γραπτά κείμενα παρά στον προφορικό λόγο.
Η ασυμβατότητα μεταξύ των μερών είναι προφανής.
La incompatibilidad de los medicamentos puede ser peligrosa.
Η λέξη "incompatibilidad" χρησιμοποιείται περιοδικά σε αρκετές ιδιωματικές εκφράσεις στην ισπανική γλώσσα:
La incompatibilidad de caracteres puede causar problemas en un matrimonio.
"Incompatibilidad cultural"
Η πολιτισμική ασυμβατότητα μπορεί να προκαλέσει παρεξηγήσεις.
"Incompatibilidad de intereses"
Η λέξη "incompatibilidad" προέρχεται από την λατινική λέξη incompatibilitas, η οποία σχηματίζεται από το πρόθεμα "in-" (όχι) και τη ρίζα "compatibilis" (που μπορεί να συμβαδίζει ή να συμφωνεί).
Συνώνυμα: - desacuerdo (διαφωνία) - discrepancia (διαφορά) - desavenencia (διαφωνία)
Αντώνυμα: - compatibilidad (συμβατότητα) - acuerdo (συμφωνία) - conformidad (συμμόρφωση)