"incomprensible" είναι επίθετο.
Η φωνητική μεταγραφή της λέξης "incomprensible" με χρήση διεθνούς φωνητικού αλφαβήτου είναι:
[inkompɾenˈsiβle]
Η λέξη "incomprensible" χρησιμοποιείται στη γλώσσα Ισπανικά για να περιγράψει κάτι που είναι δύσκολο ή αδύνατο να κατανοηθεί. Χρησιμοποιείται σε διάφορα πλαίσια, είτε στον προφορικό λόγο είτε σε γραπτό περιβάλλον. Είναι συχνά λέξη που απαντάται σε συζητήσεις, άρθρα ή κριτικές όπου απαιτείται να εκφράσουν την πολυπλοκότητα ή την ασαφήνεια ενός θέματος.
Este texto es tan incomprensible que no puedo entenderlo.
Αυτό το κείμενο είναι τόσο ακατανόητο που δεν μπορώ να το καταλάβω.
Su explicación fue incomprensible para todos los presentes.
Η εξήγησή του ήταν ακατανόητη για όλους τους παριστάμενους.
A veces, los conceptos científicos pueden ser incomprensibles.
Κάποιες φορές, οι επιστημονικές έννοιες μπορεί να είναι δυσνόητες.
Η λέξη "incomprensible" συχνά χρησιμοποιείται σε ορισμένες ιδιωματικές εκφράσεις:
Es un comportamiento incomprensible para mí.
Είναι μια συμπεριφορά ακατανόητη για μένα.
La decisión de la empresa es incomprensible para los empleados.
Η απόφαση της εταιρείας είναι ακατανόητη για τους υπαλλήλους.
Me parece incomprensible que no haya una solución.
Μου φαίνεται ακατανόητο που δεν υπάρχει λύση.
Es incomprensible cómo la gente puede ignorar este problema.
Είναι ακατανόητο πώς οι άνθρωποι μπορούν να αγνοούν αυτό το πρόβλημα.
Hay áreas de la historia que son incomprensibles sin un buen contexto.
Υπάρχουν τομείς της ιστορίας που είναι ακατανόητοι χωρίς μια καλή προοπτική.
Η λέξη "incomprensible" προέρχεται από το λατινικό "incomprehensibilis", το οποίο προέρχεται από το "in-" (μη) και "comprehensibilis" (κατανοητός).
Συνώνυμα: - indescifrable (δύσκολα αποκωδικοποιήσιμος) - increíble (απίστευτος, χρησιμοποιείται σε μεταφορική έννοια)
Αντώνυμα: - comprensible (κατανοητός) - claro (καθαρός ή σαφής)